Θα προσπαθήσω πολύ
σύντομα να αναφερθώ σε εκφάνσεις της οικονομικής ζωής κατά τη διάρκεια της
γερμανοϊταλικής κατοχής, εστιάζοντας κυρίως στον τρόπο των συναλλαγών, τον
υποσιτισμό, την υποτίμηση του χρήματος και τη μεταφορά του πλούτου.
Η γερμανοϊταλική κατοχή
ήταν εξαιρετικά καταπιεστική, αρπακτική και βίαιη, όχι μόνο λόγω του φασιστικού
χαρακτήρα του καθεστώτος των χωρών αυτών, αλλά και επειδή ο πόλεμος συνεχιζόταν
τόσο στη Β. Αφρική όσο και κυρίως στην αχανή Ρωσία. Χρειαζόταν συνεπώς ο Αξονας
οικονομικούς πόρους σε χρήμα, πρώτες ύλες και μεταφορικά μέσα, προκειμένου να
συνεχίσει τις κατακτητικές του διαθέσεις σε άλλα μέτωπα. Από την άλλη πλευρά,
τόσο η προπολεμική οικονομική κατάσταση της Ελλάδας όσο και οι καταστροφές του
εξάμηνου πολέμου δημιουργούσαν εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για την επιβίωση
των Ελλήνων.
Ο τρόπος των συναλλαγών
Αρκετά σημαντικό ρόλο
στην ανεπάρκεια των τροφίμων φαίνεται ότι έπαιξε η γενικευμένη και
δικαιολογημένη άρνηση των αγροτών να παραδώσουν υποχρεωτικά τα βασικά αγροτικά
προϊόντα τους στους οργανισμούς συγκέντρωσης. Βεβαίως η συγκέντρωση των σιτηρών
από την ΚΕΠΕΣ (Κεντρική Επιτροπή Προστασίας Εγχωρίου Σιτοπαραγωγής) γινόταν και
προπολεμικά σε εθελοντική βάση και διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στον καθορισμό
των τιμών και συνεπώς στη βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος.

Θα πρέπει να σημειωθεί
εδώ ότι τα αστικά κέντρα, και ιδιαίτερα η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια
του πολέμου αλλά και μετά την κατάρρευση του μετώπου και την εχθρική εισβολή
τον Απρίλιο - Μάιο του 1941 αποτέλεσαν καταφύγια για μεγάλες μάζες αγροτικού
πληθυσμού, ο οποίος μέσα σε συνθήκες πανικού και εξαθλίωσης προσπαθούσε να
αποφύγει τους βομβαρδισμούς και την άγρια εισβολή ιδίως των Βουλγάρων στη
Μακεδονία.
Οι συνέπειες του
υποσιτισμού
Οι υπόλοιπες ανάγκες
έπρεπε να καλυφθούν από άλλες πηγές, οι οποίες δεν μπορούσαν να είναι παρά η
μαύρη αγορά, η άμεση προμήθεια από συγγενείς στο χωριό και σε ορισμένες
περιπτώσεις η κλοπή των τροφίμων είτε από τους εμπόρους-«μαυραγορίτες» είτε από
τις δυνάμεις κατοχής από τους περίφημους «σαλταδόρους» κτλ.
Σε μια πρώτη φάση η
μαύρη αγορά αφορούσε έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι με διάφορους
τρόπους μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα από διάφορες πηγές και με διάφορα
μέσα. Τους πρώτους μήνες της πείνας ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων των αστικών
κέντρων και κυρίως της Αθήνας μετακινούνταν προς τις αγροτικές περιοχές για
αναζήτηση τροφίμων, συχνά με ζώα και ακόμη και με τα πόδια. Σε όλες αυτές τις
διαδρομές των «καραβανιών» όπως ήταν επόμενο αναπτύχθηκαν ληστοσυμμορίες που
επωφελούνταν από την ουσιαστική απουσία αστυνόμευσης στην περίοδο της Κατοχής,
παρά τις σπασμωδικές προσπάθειες καταστολής από το κατοχικό καθεστώς.
Η υποτίμηση του
χρήματος
Αργότερα οι συμμορίες
αυτές σχεδόν εξαφανίστηκαν χάρη στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Εθνικής
Αντίστασης. Σταδιακά, τα δίκτυα της μαύρης αγοράς πέρασαν σε λιγότερα χέρια και
οργανώθηκαν περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν στις πόλεις προμηθευτικοί
συνεταιρισμοί. Ηδη στις αρχές του 1942 το φαινόμενο των συνεταιρισμών είχε
πάρει μεγάλες διαστάσεις. Σχεδόν όλα τα αστικά επαγγέλματα είχαν καταφέρει να
οργανώσουν καταναλωτικούς συνεταιρισμούς.
Τα κυριότερα αίτια της
αύξησης του πληθωρισμού θα πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο στην έλλειψη των
αγαθών σε σχέση με τη ζήτηση (πράγμα που εξέθρεψε τη μαύρη αγορά), αλλά και στη
νομισματική και δημοσιονομική πολιτική των αρχών της Κατοχής. Είναι γνωστό ότι
οι κατοχικές αρχές «δέχτηκαν» να καταβάλουν τεράστια ποσά σε δραχμές στις
δυνάμεις του Αξονα ως «δαπάνες Κατοχής». Η πληρωμή των δαπανών Κατοχής αυξήθηκε
με πολύ υψηλούς ρυθμούς από 25 εκατ. δρχ. τον Νοέμβριο του 1941 σε 850 εκατ.
δρχ. τον Αύγουστο του 1943. Ταυτόχρονα το σύστημα είσπραξης δημοσίων εσόδων από
φόρους και δασμούς είχε προφανώς καταρρεύσει.
Οι δαπάνες της
κατοχικής κυβέρνησης ωστόσο ήταν σημαντικές, προκειμένου να πληρώσει τις
δαπάνες Κατοχής στον κατακτητή και να καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες (μισθοί
κτλ.). Το Ελληνικό Δημόσιο είχε ήδη ένα τεράστιο έλλειμμα 7,5 δις. Δρχ. λόγω της
εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση φεύγοντας απέσυρε
και τον χρυσό από την Τράπεζα της Ελλάδος για να μην πέσει στα χέρια του
εχθρού. Προφανώς το τεράστιο έλλειμμα που προέκυπτε χρηματοδοτείτο με έκδοση
νέου χρήματος. Ετσι η αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος έφθασε σε δυσθεώρητα
ύψη, από 9 δισ. δρχ. τον Δεκέμβριο του 1939 σε 450 τετράκις εκατομμύρια δρχ.
τον Ιούνιο του 1944 (Εκθεση Σμπαρούνη), με αποτέλεσμα την ταχύτατη υποτίμηση
του χρήματος, δηλαδή την τεράστια μείωση της αγοραστικής του δύναμης. Είναι
χαρακτηριστικό ότι τα είδη πρώτης ανάγκης είχαν αυξηθεί κατά 50.000%, ενώ οι
μισθοί μόλις κατά 2.000%. Το μικρότερο χαρτονόμισμα που κυκλοφορούσε είχε
ονομαστική αξία 100 δις. δρχ., είχε την αξία μιας προπολεμικής δραχμής και
αγοραστική αξία ενός αυγού.
Η μεταφορά του πλούτου
Από όλη αυτή την
πληθωριστική διαδικασία ολόκληρη την περίοδο της Κατοχής προέκυψε μια μεταφορά
πλούτου από το σύνολο σχεδόν του αστικού πληθυσμού προς τους «επιτήδειους
εμπόρους»-«μαυραγορίτες», οι οποίοι συσσώρευσαν τεράστιες περιουσίες και
σταδιακά ανέτρεψαν την οικονομική και κοινωνική ιεραρχία στη διάρκεια της
Κατοχής και κυρίως μετά την απελευθέρωση.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις,
στην περίοδο της Κατοχής άλλαξαν χέρια τεράστιες περιουσίες, από κινητά
αντικείμενα αξίας (κοσμήματα, χρυσαφικά, αντικείμενα τέχνης κ.ά.) ως και
ακίνητα (κατοικίες, διαμερίσματα, οικόπεδα). Υπάρχουν σχετικές πληροφορίες ότι
πουλήθηκαν ακίνητα την περίοδο εκείνη στο 15%-25% της πραγματικής τους αξίας.

Τα επισιτιστικά
προβλήματα των αστικών κέντρων οδήγησαν αναγκαστικά τις αρχές Κατοχής να
εντείνουν τις προσπάθειες συγκέντρωσης αγροτικών προϊόντων χρησιμοποιώντας νέες
μεθόδους. Σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα του Απριλίου του 1942, αναβίωσε η
φορολόγηση των αγροτών με το παλαιό σύστημα της δεκάτης, δηλαδή της
υποχρεωτικής παράδοσης στις φορολογικές αρχές ενός δεκάτου της αγροτικής
παραγωγής. Ταυτόχρονα εισήχθη το λεγόμενο «παρακράτημα» για τους μεγάλους
παραγωγούς, δηλαδή η υποχρεωτική παρακράτηση ενός τμήματος της παραγωγής πέραν
της δεκάτης αντί ενός αντιτίμου αυθαίρετα καθοριζομένου από το κατοχικό κράτος.
Οι σχετικοί πίνακες ανηρτώντο στα κοινοτικά γραφεία με στόχο την
«αλληλοκαταγγελία» των αγροτών για ψευδείς δηλώσεις. Βεβαίως αντί
αλληλοκαταγγελίας έγινε «αλληλοσυγκάλυψη» και το βάρος ελέγχου έπεσε στην
αρμόδια επιτροπή.
Οπως ήταν αναμενόμενο,
στις περισσότερες περιπτώσεις όλα ή μερικά από τα πρόσωπα των διαφόρων
επιτροπών δεν εκτελούσαν τις διαταγές των κατοχικών αρχών, κερδίζοντας έτσι και
την εμπιστοσύνη των αγροτών. Πολλά από τα μέλη των επιτροπών αυτών αναδείχθηκαν
έτσι τοπικοί ηγέτες της Εθνικής Αντίστασης.
Ολη αυτή η προσπάθεια
των αρχών Κατοχής τελικά ελάχιστα απέδωσε σε σχέση με τα αναμενόμενα και δεν
μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα του επισιτισμού των αστικών κέντρων. Αντίθετα
δημιούργησε και στον αγροτικό χώρο συνθήκες έντονης δυσαρέσκειας, η οποία δεν
άργησε να μετατραπεί σε αντίδραση κατά των κατοχικών δυνάμεων και να ενισχύσει
την προσπάθεια της Εθνικής Αντίστασης, που ήδη είχε αρχίσει να οργανώνεται στον
αγροτικό χώρο.
Κλείνοντας, αξίζει να
σημειώσουμε ότι τα θύματα από την πείνα και τον υποσιτισμό (άνω των 300.000)
ήταν περίπου πενταπλάσια από τα θύματα των μαχών και των εκτελέσεων (περίπου
70.000) και προέρχονταν κυρίως από τον αστικό πληθυσμό.
Πηγές:
o
Ναπολέων
Μαραβέγιας: «Πώς κυριάρχησαν οι μαυραγορίτες στην Κατοχή» Άρθρο στο Βήμα (1999).
o
Δημοσθένης Κούκουνας: Η Ελληνική οικονομία κατά την κατοχή (Εκδόσεις
Ερωδιός, 2012).
Σημείωση: Η παραπάνω ομιλία δόθηκε την Παρασκευή 26 Οκτωβρίου στο Αμφιθέατρο του Γενικού Χημείου του Κράτους στα πλαίσια του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου από τον συνάδελφο κ. Πέτρο Κορκολή.
Ένα πολύ ενδιαφέρον σχετικό άρθρο με πλούσιο φωτογραφικό υλικό βρήκα στο http://pluton22.blogspot.gr/2012/09/blog-post_3.html
ΑπάντησηΔιαγραφή