Καλωσήρθατε στο προσωπικό μας "ημερολόγιο"!
Αυτός είναι ο χώρος όπου οι υπάλληλοι του Γενικού Χημείου του Κράτους
θα λέμε όλα όσα μας ενδιαφέρουν και μας προβληματίζουν.
Όλα όσα θέλουμε να μοιραστούμε μεταξύ μας!

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Μπορούμε να αλλάζουμε παραμένοντας σταθεροί;


(Πάντα ρεί, πάντα χωρεί και ουδέν μένει... δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, Ηράκλειτος)

(Από την ομιλία στη Συνάντηση των υπαλλήλων του Γ.Χ.Κ. στη Λάρισα στις 31-5-2014).    

     Πέρυσι τέτοια εποχή περίπου, στο Ναύπλιο, μιλήσαμε και πάλι απλά και ανεπίσημα, σαν ελεύθεροι άνθρωποι, πέρα από θέσεις και αξιώματα. Ανεπίσημα μεν, ουσιαστικά δε, άλλωστε η ελευθερία δεν είναι η προϋπόθεση της ουσίας;

      Χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων κοινωνιών, όπως η δική μας, είναι η ρύθμιση πολλών πλευρών της ζωής μας με κανόνες που αποτυπώνονται και παίρνουν την μορφή νόμων. Η εφαρμογή των νόμων είναι υποχρεωτική και η παράβασή τους συνεπάγεται ποινές. Φυσικά, οι νόμοι που σχετίζονται με θεμελιώδεις ηθικές αρχές (π.χ. ο σεβασμός στη ζωή) δεν αλλάζουν τόσο γρήγορα μέσα στο διάβα του χρόνου, οπότε υπάρχει μια σταθερότητα που μπορεί να τη χειριστή ο άνθρωπος ατομικά και συλλογικά. Δεν ξεχνάμε, ωστόσο, ότι ακόμη και θεμελιώδεις αρχές της ηθικής επανεξετάζονται κάτω από το πρίσμα των επιστημονικών εξελίξεων και αναφύονται  νέοι κλάδοι στη φιλοσοφία, όπως η βιοηθική.
     Όταν, όμως, οι νόμοι έχουν αγκαλιάσει τόσο πλατιά αντικείμενα σε τόσο λεπτομερειακό βαθμό, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, εγείρεται πολύ συχνά το ερώτημα:
Πώς αντιμετωπίζεται η εξέλιξη των πραγμάτων από τη πλευρά της νομοθεσίας;
Με δεδομένα ότι :
-Η πραγματικότητα εξελίσσεται πάντοτε, αλλά στις μέρες μας με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα, λόγω των ραγδαίων επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων.
-Η νομοθεσία από την πλευρά της καταγράφει το υπάρχον με βάση το παρελθόν, παρ’ ότι χρησιμοποιείται η φράση «η νομοθεσία προβλέπει». Το μέλλον είναι ανύπαρκτο, η νομοθεσία δεν είναι Πυθία, ακόμη και οι προβλέψεις του μέλλοντος ποτέ δεν μπορούν να καλύψουν απολύτως την πραγματικότητα.

     Πώς, λοιπόν, θα αντιμετωπίζουμε το καινούργιο, μέχρι να παγιωθεί στην πραγματικότητα, ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της νομοθεσίας; Αυτό το ενδιάμεσο στάδιο, όπου αναδύεται μια κατάσταση που δεν καλύπτεται από τη νομοθεσία, αλλά ανταποκρίνεται στη κοινωνική πραγματικότητα, πώς αντιμετωπίζεται από μια δημόσια Αρχή ;
     Αφήνεται ελεύθερη η νέα κατάσταση με σαφή παραβίαση της νομιμότητας ή καταδιώκεται στο όνομα της τήρησης του νόμου η νέα πραγματικότητα; Εάν ακολουθηθεί η πρώτη επιλογή, πού θα μπουν τα όρια της παραβίασης της νομοθεσίας; Εάν ακολουθηθή η δεύτερη επιλογή, δεν συνιστά φρένο στην εξέλιξη, ένα φρένο αλυσιτελές και επικίνδυνο συνάμα;
     Αν μάλιστα προσθέσουμε και τα συμφέροντα που καλύπτονται πίσω από τους νόμους, το δίλημμα αυτό επιδεινώνεται συχνά και από σφοδρότατες συγκρούσεις μεταξύ αυτών που ακολουθούν το παλαιό και επικαλούνται τη νομοθεσία και αυτών που λανσάρουν το καινούργιο και επικαλούνται τις νέες ανάγκες.

     Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν τομέα που άπτεται των αρμοδιοτήτων μας και της επιστήμης μας.
     Από την μια πλευρά, στο χώρο των τροφίμων γενικότερα (και των αλκοολούχων ποτών ειδικότερα), υπάρχει μια διαρκής εξέλιξη στην τεχνολογία που επηρεάζει την ταυτότητα του παραγομένου προϊόντος. Η αναζήτηση της καινοτομίας επιτείνει την ανάδειξη νέων προϊόντων, προϊόντων που αποτελούν μετεξέλιξη των ήδη υπαρχόντων.
     Από την άλλη πλευρά, υπάρχει πλέον εκτεταμένη και λεπτομερειακή ρύθμιση σε επίπεδο νομοθεσίας που ορίζει τις προδιαγραφές των ήδη υπαρχόντων προϊόντων. Αυτό δεν συνέβαινε πριν ορισμένες δεκαετίες, όπου και η τεχνολογική εξέλιξη ήταν βραδύτερη, αλλά και λειτουργούσε κυρίως η προφορική παράδοση με όλα τα χαρακτηριστικά της περιορισμένης ακριβείας και της αυξημένης ευελιξίας.
     Ως απόρροια των ανωτέρω, πολύ συχνά, όταν εμφανίζεται ένα καινούργιο προϊόν ή μετεξελίσσεται η ταυτότητα ενός ήδη υπάρχοντος προϊόντος, μεσολαβεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μιας αβέβαιης κατάστασης, που καρκινοβατεί μεταξύ της αρνητικής συμπεριφοράς που απορρέει από την πιστή τήρηση του νόμου και της θετικής που διακινδυνεύει τις κυρώσεις της παρανομίας.

     Άς γίνουμε ακόμη πιο συγκεκριμένοι μιλώντας για τον τομέα των αλκοολούχων ποτών, (και θα ήταν πολύ χρήσιμο να κατατεθούν ανάλογες εμπειρίες από τον χώρο γενικά των τροφίμων, στον οποίο υπάρχει μεγάλη εμπειρία στο Γ.Χ.Κ.).

     Θα πάρουμε τα δύο βασικά εθνικά ποτά μας, το ούζο και το τσίπουρο.

     Είμαστε στον τόπο, όπου τοποθετείται η γέννηση της ονομασίας «ούζο», εδώ και πάνω από εκατό χρόνια. Το ούζο τότε φτιαχνόταν από προϊόν απόσταξης αμπελοοινικής προέλευσης, (γιατί αυτή ήταν η πηγή του οινοπνεύματος), από μικρούς αποσταγματοποιούς-αμπελουργούς που απέσταζαν τα υπολείμματα της οινοποίησης, υπολείμματα αρκετά πλούσια σε ζυμώσιμα σάκχαρα, λόγω του τρόπου της οινοποίησης -βασικά στα πατητήρια. Του έβαζαν και αρωματικά, όπως το γλυκάνισο, οπότε ήταν τόσο εξαιρετικό, ώστε κατακυρώθηκε ως άξιο προς χρήση στη Μασσαλία-uso Massalia.
     Εάν κάποιος δεν ήξερε την ιστορία, πώς θα χαρακτήριζε το παραπάνω ποτό με τα σημερινά δεδομένα; Πάντως όχι ούζο, μάλλον τσίπουρο με γλυκάνισο. Επειδή όμως, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ορισμός του ούζου νομοθετικά κατοχυρωμένος, το ούζο μπόρεσε να ακολουθήσει τις εξελίξεις της τεχνολογίας και νομοθεσίας και έτσι στις μέρες μας υπάρχει ένα ποτό που λέγεται ούζο, αλλά ως προς την παραγωγική του  ταυτότητα απέχει από την γενεσιουργό αρχή του.
     Αντιθέτως, εκείνο το ποτό που ονομάστηκε τότε ούζο, συνέχισε να παράγεται μόνο από τους μικρούς παραγωγούς και δεν επιτράπηκε η παραγωγή του από τις επίσημες ποτοποιίες, παρά μόνο στο πολύ πρόσφατο παρελθόν (πρίν 25 περίπου έτη). Οι ορισμοί όμως είχαν ήδη αρχίσει να παγιώνωνται με νόμους, και το τσίπουρο οριζόταν ως το ποτό που προερχόταν από τα τσίπουρα που μένουν μετά την οινοποίηση. Έλα, όμως, που η τεχνολογία της οινοποίησης προώδευσε στο μεταξύ, και τα πατητήρια αντικαταστάθηκαν με μηχανήματα που απομυζούν τα σταφύλια σε τέτοιο βαθμό που η παραγωγή τσίπουρου από αυτά είναι απολύτως ασύμφορη.
     Ωστόσο, το τσίπουρο παραμένει δημοφιλές και μάλιστα η δημοφιλία του βαίνει συνεχώς αυξανομένη. Επιπλέον, έχει γίνει και ελκυστικό από οικονομικής απόψεως. Κάποιες ποικιλίες σταφυλιών αποδίδουν καλύτερα σε τσίπουρο παρά σε οίνο. Τί γίνεται λοιπόν; Αρχίζει ένα θέατρο του παραλόγου, στο οποίο το τσίπουρο δεν είναι το παραπροϊόν της οινοποίησης, αλλά η οινοποίηση το πρόσχημα της παραγωγής τσίπουρου; Αρχίζει ένα κρυφτούλι, μέχρι πόσους βαθμούς πρέπει να έχουν τα τσίπουρα που πάνε για απόσταξη; Γίνεται οινοποίηση μόνο και  μόνο ως βιτρίνα για το τσίπουρο και ο παραγόμενος οίνος πάει για πέταμα;
     Ας υποθέσουμε ότι εναλλακτικά πέφτει η πρόταση το προϊόν που παράγεται να ονομασθή κάπως αλλιώς, π.χ. απόσταγμα αμπελοοινικό, απόσταγμα σταφυλής ή ό,τι άλλο. Το όνομα αυτό όμως είναι άγνωστο στο κοινό και θα περάσουν δεκαετίες, μέχρι και εφόσον πιάσει στην πιάτσα. Μόνο μεγάλες εταιρείες πολυεθνικού επιπέδου μπορούν να πλασσάρουν το brandname ως ονομασία πώλησης (π.χ. Coca Cola).

     Τί κάνουμε λοιπόν; Παραμένουμε απολύτως προσηλωμένοι στην νομοθεσία, αφήνοντας γύρω μας τα πράγματα να κυλάνε με ένα χαώδη τρόπο με απρόβλεπτα αποτελέσματα; Ή αναγνωρίζουμε την πραγματικότητα και προσπαθούμε να «εκσυγχρονίσουμε τους ορισμούς»;
     Στην περίπτωση των αλκοολούχων ποτών (αλλά και άλλων κατηγοριών τροφίμων) υπεισέρχεται μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή, αυτή της παράδοσης. Η παράδοση είναι κάτι τετελεσμένο που συντελέστηκε στο παρελθόν και έπαυσε πλέον να γεννιέται ή εξακολουθεί να διαμορφώνεται στο πέρασμα του χρόνου;

     Μπροστά, λοιπόν, σ’ αυτήν την αστάθεια δικαίου, γεννιέται το ερώτημα «Τί το δέον;» όπως το έθεσε προσφάτως μια καθηγήτρια φιλοσοφίας σε μια ημερίδα για το DNA, ή «Τί το πρακτέον;» όπως, εμείς ως άνθρωποι των θετικών επιστημών, μπορούμε να το τροποποιήσουμε.
     Έτοιμες λύσεις δεν υπάρχουν, αλλά και ο αυτόματος πιλότος δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Δεν προτείνεται η εμμονή στο παρελθόν, ούτε φυσικά η εκρηκτική ανατροπή των ισχυόντων. Προτείνεται η διαρκής προσπάθεια του «εκσυγχρονισμού», εκσυγχρονισμού των ορισμών, των κανόνων, των προδιαγραφών, των διαδικασιών, των κυρώσεων, εντέλει της σκέψης μας.  
     Αυτός ο διαρκής εκσυγχρονισμός είναι κατά τη γνώμη μου πάντοτε αναγκαίος και επιθυμητός, ιδιαίτερα όμως σήμερα είναι βασική προϋπόθεση προκειμένου το Γενικό Χημείο του Κράτους να έχει λόγο ύπαρξης. Ας αντιμετωπίσουμε λοιπόν την επικείμενη αναδιάρθρωση των δομών όχι με φοβικότητα, αλλά ως ευκαιρία για να υλοποιήσουμε και τον «εκσυγχρονισμό των θεσμών».
    

Αλεξάνδρα Σκορδάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου