Οι προβλέψεις του νέου κανονισμού 2019/787
Μέρος Α. Αρωματισμός
1. Γενικά
Το αρωματικό προφίλ των
αλκοολούχων ποτών είναι ίσως το πιο καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς τους,
γιατί ναι μεν τα αλκοολούχα ποτά αντιμετωπίζονται ως τρόφιμα από τη νομοθεσία,
αλλά για τον καταναλωτή λειτουργούν κυρίως ως ευφραντικά, συνεπώς το άρωμα και
η γεύση τους αποτελούν από τα βασικότερα κριτήρια επιλογής.
Το άρωμα και η γεύση των
αλκοολούχων ποτών οφείλονται στις πρώτες ύλες που έχουν χρησιμοποιηθή για την παραγωγή τους, στις
οποίες πολύ συχνά περιλαμβάνονται αρωματικά φυτά, σπόροι, καρποί που
αρωματίζουν την αιθυλική αλκοόλη σε όλες της τις μορφές (αιθυλική αλκοόλη
γεωργικής προέλευσης, απόσταγμα, προϊόν απόσταξης) με διάφορες διαδικασίες,
κυρίως με διαβροχή και απόσταξη.
Πέραν αυτού, ωστόσο, μπορεί να
γίνεται αρωμάτιση των αλκοολούχων ποτών με προσθήκη αρωματικών υλών, όπως αυτές
ορίζονται στον σχετικό κανονισμό (ΕΚ) 1334/2008, και αυτή η διαδικασία ορίζεται
ως «αρωματισμός» στη σχετική νομοθεσία.
Στον απερχόμενο κανονισμό
110/2008 δίνεται ένας σύντομος ορισμός του αρωματισμού:
«Αρωματισμός σημαίνει τη χρήση, κατά
την παρασκευή οινοπνευματώδους ποτού, μιας ή περισσότερων αρωματικών υλών, όπως
αυτές ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ)
αριθ. 1334/2008».
Στο νέο κανονισμό 2019/787 :
-δίνεται πιο αναλυτικός ορισμός του
αρωματισμού (σημείο 12 του άρθρου 4)
«αρωματισμός»: η προσθήκη αρωματικών υλών ή αρωματικών τροφίμων κατά την
παραγωγή αλκοολούχου ποτού, με μία ή περισσότερες από τις εξής διεργασίες:
προσθήκη, έγχυση, διαβροχή, αλκοολική ζύμωση ή απόσταξη αλκοόλης παρουσία
αρωματικών υλών ή αρωματικών τροφίμων.
- δίνονται οι ορισμοί των διαφόρων κατηγοριών
αρωματικών υλών με ρητή παραπομπή στον κανονισμό (ΕΚ) 1334/2008 (σημεία 13 έως
17 του άρθρου 4). Παρατίθενται οι διατάξεις του κανονισμού 1334/2008):
13) «αρωματικές ύλες»: οι αρωματικές ύλες
όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008:
«προϊόντα
που:
i)
δεν προορίζονται για κατανάλωση ως έχουν και τα οποία προστίθενται σε τρόφιμα
ώστε να προσδώσουν ή να μεταβάλουν το άρωμα ή/και τη γεύση,
ii)
έχουν παρασκευαστεί ή αποτελούνται από τις ακόλουθες κατηγορίες: αρωματικές
ουσίες, αρωματικά παρασκευάσματα, αρωματικές ύλες θερμικής επεξεργασίας,
αρτύματα καπνιστών τροφίμων, πρόδρομες αρωματικές ύλες ή άλλες αρωματικές ύλες
ή μείγματα αυτών».
14) «αρωματική ουσία»: η αρωματική ουσία
όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.
1334/2008:
«καθορισμένη
χημική ουσία με αρωματικές ιδιότητες»
15) «φυσική αρωματική ουσία»: η φυσική
αρωματική ουσία όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του
κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008:
«αρωματική ουσία που λαμβάνεται από κατάλληλες
φυσικές, ενζυμικές ή μικροβιακές διεργασίες από ύλη φυτικής, ζωικής ή
μικροβιακής προέλευσης, είτε σε πρωτογενή κατάσταση είτε μετά από επεξεργασία
για ανθρώπινη κατανάλωση από μια ή περισσότερες από τις παραδοσιακές διαδικασίες
παρασκευής τροφίμων που παρατίθενται στο παράρτημα II. Οι φυσικές αρωματικές
ουσίες είναι ουσίες που απαντώνται φυσικώς και έχουν εντοπιστεί στη φύση».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ .
Κατάλογος παραδοσιακών μεθόδων παρασκευής τροφίμων
|
|
Μεγαλοτεμαχισμός
|
Επικάλυψη
|
Θέρμανση, βράσιμο, ψήσιμο, τηγάνισμα (έως 240ο
C υπό ατμοσφαιρική πίεση) και βράσιμο υπό πίεση (έως 120οC)
|
Ψύξη
|
Κοπή
|
Απόσταξη/διύλιση
|
Ξήρανση
|
Γαλακτωματοποίηση
|
Εξάτμιση
|
Εκχύλιση, συμπεριλαμβανομένης της εκχύλισης με
διαλύτη σύμφωνα με την οδηγία 88/344/ΕΟΚ
|
Ζύμωση
|
Φιλτράρισμα
|
Άλεσμα
|
|
Διάχυση
|
Διαβροχή
|
Μικροβιολογικές διεργασίες
|
Ανάμειξη
|
Αποφλοίωση
|
Διήθηση
|
Σύνθλιψη
|
Ψύξη/κατάψυξη
|
Φρύξη/Ψήσιμο στη σχάρα
|
Εξώθηση
|
Εμποτισμός
|
|
16) «αρωματικό παρασκεύασμα»: το αρωματικό
παρασκεύασμα όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού
(ΕΚ) αριθ. 1334/2008:
«προϊόν, πλην αρωματικών ουσιών, που λαμβάνεται από:
i) τρόφιμο με κατάλληλες φυσικές, ενζυμικές ή
μικροβιακές διεργασίες, είτε σε πρωτογενή κατάσταση είτε μετά από επεξεργασία
για ανθρώπινη κατανάλωση, με μια ή περισσότερες από τις παραδοσιακές μεθόδους
παρασκευής τροφίμων που παρατίθενται στο παράρτημα II,
ή/και
ii) ύλη φυτικής, ζωικής ή μικροβιακής προέλευσης, πλην
των τροφίμων, με κατάλληλες φυσικές, ενζυμικές ή μικροβιακές διεργασίες, υπό
την προϋπόθεση ότι η ύλη λαμβάνεται ως έχει ή παρασκευάζεται με μια ή
περισσότερες από τις παραδοσιακές μεθόδους παρασκευής τροφίμων που παρατίθενται
στο παράρτημα ΙΙ»
17) «άλλη αρωματική ύλη»: άλλη αρωματική ύλη
όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.
1334/2008:
αρωματική ύλη που προστίθεται ή
προορίζεται να προστεθεί σε τρόφιμο με σκοπό να προσδώσει άρωμα ή/και γεύση και
το οποίο δεν εμπίπτει στους ορισμούς β) έως ζ)»
-συμπεριλαμβάνεται η
δυνατότητα αρωματισμού με αρωματικά τρόφιμα (σημείο 18 του άρθρου 4):
18)
«αρωματικά τρόφιμα»: τρόφιμα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού
(ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και τα
οποία χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή αλκοολούχων ποτών με κύριο σκοπό τον
αρωματισμό τους:
«Ορισμός
των «τροφίμων»
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «τρόφιμα» (ή «είδη διατροφής»)
νοούνται ουσίες ή προϊόντα, είτε αυτά έχουν υποστεί πλήρη ή μερική επεξεργασία
είτε όχι, τα οποία προορίζονται για βρώση από τον άνθρωπο ή αναμένεται ευλόγως
ότι θα χρησιμεύσουν για τον σκοπό αυτόν.
Στα «τρόφιμα» περιλαμβάνονται ποτά, τσίχλες και οποιαδήποτε ουσία,
περιλαμβανομένου του νερού, η οποία ενσωματώνεται σκόπιμα στα τρόφιμα στη
διάρκεια της παραγωγής, της παρασκευής ή της επεξεργασίας τους. Επίσης
περιλαμβάνεται το νερό μετά το σημείο συμμόρφωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 6
της οδηγίας 98/83/ΕΚ και με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των οδηγιών 80/778/ΕΟΚ
και 98/83/ΕΚ».
2.
Αρωματισμός ανά κατηγορία αλκοολούχου ποτού.
Τα αλκοολούχα ποτά μπορούν να
διακριθούν σε τρεις βασικές ομάδες, όσον αφορά το αρωματικό τους περιεχόμενο,
μια διάκριση που συμπεριλαμβάνεται (ως περίπτωση γ) στην γενική διάκριση των
κατηγοριών των αλκοολούχων ποτών, όπως καταγράφεται στο άρθρο 7 του νέου
κανονισμού (ΕΕ) 2019/787 και στο άρθρο 5 του απερχόμενου κανονισμού (ΕΚ) 110/2008. Σε γενικές γραμμές παρατηρείται μια
διαβάθμιση της αυστηρότητας των διατάξεων ανά ομάδα, με την πρώτη ομάδα να
κινείται στο πιο αυστηρό επίπεδο, η δεύτερη σε ένα ενδιάμεσο και η τρίτη στο
πιο χαλαρό. Αναλυτικά:
Η πρώτη ομάδα, σύμφωνα με
την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 7, απαρτίζεται από τις κατηγορίες 1 έως 14 του
παραρτήματος Ι του κανονισμού 2019/787 (και αντιστοίχως του παραρτήματος ΙΙ του
κανονισμού 110/2008). Στην ομάδα αυτή δεν επιτρέπεται ο αρωματισμός (με την
επιφύλαξη πάντοτε των ειδικών κανόνων που προβλέπονται για καθεμία από τις
κατηγορίες αυτές) πράγμα, το οποίο σημαίνει ότι το αρωματικό τους περιεχόμενο
οφείλεται αποκλειστικά στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή
του ποτού και στην παραγωγική διαδικασία που ακολουθήθηκε.
Σε ορισμένες απ’ αυτές τις
κατηγορίες, στην σχετική διάταξη που προβλέπει ότι το συγκεκριμένο ποτό δεν
μπορεί να αρωματίζεται, προστίθεται η φράση «Αυτό δεν αποκλείει τις παραδοσιακές
μεθόδους παραγωγής». Οι κατηγορίες αυτές είναι σύμφωνα με τον
απερχόμενο κανονισμό 110/2008 οι εξής 3 :
-απόσταγμα οίνου (αριθ. 4),
-brandy ή weinbrandt
(αριθ. 5) και
-απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής (αριθ. 6),
οι οποίες και παραμένουν με το νέο κανονισμό 2019/787.
Με το νέο κανονισμό
προστίθεται μια ακόμη κατηγορία στις παραπάνω 3 κατηγορίες και αυτή είναι το
«απόσταγμα μηλίτη, απόσταγμα απίτη και απόσταγμα μηλίτη και απίτη» (αριθ. 10),
για την οποία προστίθεται η πρόβλεψη για τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής,
πρόβλεψη, η οποία δεν υπάρχει στον απερχόμενο κανονισμό 110/2008.
Η δεύτερη ομάδα, σύμφωνα με
την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 7, απαρτίζεται από τις κατηγορίες 15 έως 44
του παραρτήματος Ι του παραρτήματος Ι του κανονισμού 2019/787 (και αντιστοίχως
15 έως 46 του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 110/2008). Στην ομάδα αυτή (με την
επιφύλαξη πάντοτε των ειδικών κανόνων που προβλέπονται για καθεμία από τις
κατηγορίες αυτές) επιτρέπεται τα αλκοολούχα ποτά να περιέχουν αρωματικές ύλες,
φυσικές αρωματικές ουσίες, αρωματικά παρασκευάσματα, όπως ορίζονται στις
σχετικές διατάξεις του κανονισμού 1334/2008 και αρωματικά τρόφιμα, όπως
ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002.
Με το νέο κανονισμό επέρχεται
μια διαφοροποίηση στον αρωματισμό της κατηγορίας 15 «βότκας», όπου προστίθενται
και τα αρωματικά παρασκευάσματα στις επιτρεπόμενες αρωματικές ύλες.
Η τρίτη ομάδα, σύμφωνα με την παράγραφο 4
του άρθρου 7, αφορά τα αλκοολούχα ποτά, τα οποία δεν συμμορφώνονται με τους
ειδικούς κανόνες που προβλέπονται για καθεμία από τις κατηγορίες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι (αντιστοιχεί
στα «άλλα αλκοολούχα ποτά», όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του
απερχόμενου κανονισμού 110/2008).
Τα ποτά αυτά επιτρέπεται «να έχουν αρωματιστεί», δηλαδή να έχουν
υποστεί αρωματισμό, όπως ορίζεται στην περίπτωση 12 του άρθρου 4 του κανονισμού
2019/787.
Σε γενικές γραμμές, πέραν των ως άνω
καταγραφεισών περιπτώσεων, δεν
παρατηρείται ουσιώδης διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κανονισμών, όσον αφορά τον
αρωματισμό των αλκοολούχων ποτών.
Στον Πίνακα 1 καταγράφονται οι αντίστοιχες
διατάξεις στους δύο κανονισμούς, ώστε να σχηματισθεί μια πλήρης εικόνα για τον
αρωματισμό των αλκοολούχων ποτών ανά κατηγορία του Παραρτήματος Ι και τις
επερχόμενες τροποποιήσεις (επισυνάπτεται).
Σημείωση για τον Πίνακα 1:
Στις κατηγορίες, στις οποίες
δεν επιτρέπεται ο αρωματισμός, καταχωρείται η φράση «Όχι»
3. Αρωματικές ύλες που
μιμούνται αλκοολούχο ποτό
Για πρώτη φορά με το νέο
κανονισμό 2019/787 εισάγεται διάταξη που αφορά τα αρώματα που μιμούνται
αλκοολούχο ποτό. Συγκεκριμένα στην δεύτερη περίοδο της παραγράφου 7 του άρθρου 10,
προβλέπεται ότι:
«Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 παράγραφος 1, οι αρωματικές ύλες που
μιμούνται αλκοολούχο ποτό ή τη χρήση του για την παραγωγή τροφίμου που δεν
είναι ποτό μπορούν να φέρουν, στην παρουσίαση και στην επισήμανσή τους,
αναφορές στις νόμιμες ονομασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος
άρθρου, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω νόμιμες ονομασίες συμπληρώνονται με τον όρο
«άρωμα/γεύση» ή με οποιονδήποτε άλλο παρόμοιο όρο. Οι γεωγραφικές ενδείξεις δεν
χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν παρόμοιες αρωματικές ύλες».
Δεδομένου ότι είναι διαδεδομένη η χρήση
των ως άνω αρωμάτων για την παρασκευή αλκοολούχων ποτών, γεννάται το ερώτημα
εάν επιτρέπεται να αναγραφεί στην επισήμανση του αλκοολούχου ποτού ένδειξη που
να αντιστοιχεί στο εν λόγω άρωμα ή δεν επιτρέπεται βάσει των διατάξεων της
παραγράφου 3 του άρθρου 12 «Μνείες», σύμφωνα με τις οποίες η μνεία σε νόμιμη
ονομασία αλκοολούχου ποτού επιτρέπεται υπό τον όρο ότι η προστιθέμενη αλκοόλη
προέρχεται αποκλειστικά από το αλκοολούχο ποτό ή τα αλκοολούχα ποτά που
αναφέρονται στη μνεία.
Μέρος Β. Χρωματισμός
1. Γενικά
Τα αλκοολούχα ποτά μπορεί να είναι άχρωμα
ή να έχουν χρώμα, αναλόγως των πρώτων υλών παρασκευής, της παραγωγικής
διαδικασίας και των συνθηκών ωρίμανσής τους. Πέραν του χρώματος, ωστόσο, που
έχει προκύψει ως άνω, επιτρέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις και ο χρωματισμός
τους.
Στον
απερχόμενο κανονισμό 110/2008, στο σημείο 10 του παραρτήματος Ι δίνεται ο
ορισμός του χρωματισμού:
«Ως
χρωματισμός νοείται η εργασία που συνίσταται στη χρήση, κατά την παρασκευή ενός
αλκοολούχου ποτού, μιας ή περισσότερων χρωστικών, όπως αυτές ορίζονται στην
οδηγία 94/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής
Ιουνίου 1994, για τις χρωστικές που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα».
Στο νεό κανονισμό 2019/787, ο ορισμός συνδέεται άμεσα με τον κανονισμό
1333/2008 «που αφορά τα πρόσθετα τροφίμων» και καταγράφεται στα σημεία 19 και
20 του άρθρου 4, ως εξής:
19) «χρωματισμός»: η χρησιμοποίηση μιας ή περισσότερων
χρωστικών κατά την παραγωγή αλκοολούχου ποτού
20) «χρωστικές»: οι χρωστικές όπως ορίζονται στο σημείο 2 του παραρτήματος I
του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 :
«χρωστικές», οι ουσίες που προσθέτουν ή αποκαθιστούν
το χρώμα ενός τροφίμου και περιλαμβάνουν φυσικά συστατικά τροφίμων και φυσικές
ουσίες που συνήθως δεν καταναλώνονται ως τρόφιμα και δεν χρησιμοποιούνται κανονικά
ως χαρακτηριστικά συστατικά τροφίμων. Παρασκευάσματα που λαμβάνονται από
τρόφιμα και άλλες βρώσιμες φυσικές ουσίες παραγόμενες με φυσική ή/και χημική
εκχύλιση που οδηγεί σε επιλεκτική εκχύλιση του χρωστικού στοιχείου σε σχέση με
τα θρεπτικά ή αρωματικά συστατικά τους είναι χρωστικές ουσίες στο πνεύμα του
παρόντος κανονισμού»
21) «καραμελόχρωμα»: πρόσθετο
τροφίμων που αντιστοιχεί στους αριθμούς Ε 150a, Ε 150b, Ε 150c ή Ε 150d και αφορά προϊόντα με περισσότερο ή λιγότερο έντονο
καστανό χρώμα που προορίζονται για χρωματισμό, όπως αναφέρεται στο μέρος Β του
παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 αυτό δεν αντιστοιχεί στο
σακχαρούχο αρωματικό προϊόν που λαμβάνεται από τη θέρμανση σακχάρων και το
οποίο χρησιμοποιείται για αρωματισμό
2. Χρωματισμός ανά
κατηγορία αλκοολούχου ποτού
Τα
αλκοολούχα ποτά, όσον αφορά τον χρωματισμό τους διακρίνονται σε γενικές γραμμές
στις εξής περιπτώσεις :
-Τα ποτά που δεν επιτρέπεται να χρωματίζονται, με
ρητή αναφορά της απαγόρευσης στις ειδικές διατάξεις κάθε κατηγορίας.
-Τα ποτά, των οποίων επιτρέπεται ο χρωματισμός μόνον
με καραμελόχρωμα, το οποίο χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την βελτίωση του
χρώματος (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό). Δεδομένου ότι το καραμελόχρωμα
ανήκει στην Ομάδα ΙΙ «Χρωστικές τροφίμων βάσει
της αρχής quantum satis» δεν
υπάρχει ανώτατο όριο όσον αφορά την συγκέντρωσή του στο τελικό προϊόν.
-Τα ποτά, στα οποία
επιτρέπεται ο χρωματισμός με τις επιτρεπόμενες χρωστικές, όπως αυτές
καταγράφονται στον κανονισμό 1333/2008. Γεννώνται βεβαίως ορισμένα ερωτηματικά,
γιατί ενώ στις περισσότερες εκ των κατηγοριών 15 έως 44 δεν υπάρχει ρητή
αναφορά σε χρωματισμό, οπότε συνάγεται ότι επιτρέπεται ο χρωματισμός τους
σύμφωνα με το στοιχείο δ) των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 7, στην κατηγορία
34 «Αρωματισμένη βότκα» υπάρχει ρητή διάταξη ότι μπορεί να χρωματίζεται και
στην κατηγορία 43 “Berenburg” ή “Beerenburg” υπάρχει
διάταξη ότι «το χρώμα του μπορεί να
είναι από ανοιχτό έως σκούρο καστανό», χωρίς να διευκρινίζεται εάν αυτό μπορεί
να επιτευχθεί και με χρωματισμό.
Τόσο για την χρήση εκ μέρους των
ποτοποιών, όσο και για τον έλεγχο χρήσεως
των χρωστικών αυτών συνιστάται η
μελέτη του πεδίου 14.2.6 «Αλκοολούχα ποτά» του Μέρους Ε του Παραρτήματος ΙΙ του
κανονισμού 1333/2008 (το οποίο είναι ανηρτημένο στην ιστοσελίδα του
Γενικού Χημείου του Κράτους, διαδρομή: Γενικό Χημείο του
Κράτους/Διευθύνσεις/Διεύθυνση Αλκοόλης και Τροφίμων/Τμήμα Β: Τροφίμων, Νερών
και Περιβάλλοντος/Μέρος Ε/14. Ποτά), όπου καταγράφονται οι επιτρεπόμενες
χρωστικές, τα όρια συγκέντρωσής τους και τα εξαιρούμενα από τη χρήση αλκοολούχα
ποτά.
(Επ’ ευκαιρία επισημαίνεται ότι τα προβλεπόμενα
ανώτατα όρια συγκέντρωσης των χρωστικών είναι μάλλον υψηλά και το επιθυμητό
χρώμα επιτυγχάνεται συνήθως με κατώτερες συγκεντρώσεις).
Δεν παρατηρείται εν γένει ουσιώδης
διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κανονισμών, όσον αφορά τον χρωματισμό των
αλκοολούχων ποτών. Ίσως η μόνη αξιοσημείωτη διαφοροποίηση αφορά την κατηγορία 15
«Βότκα», για την οποία στον κανονισμό 2019/787 προβλέπεται ρητώς η απαγόρευση
χρωματισμού σε αντίθεση με τον απερχόμενο 110/2008, στον οποίο δεν υπάρχει
καμία σχετική αναφορά στις ειδικές διατάξεις της κατηγορίας, οπότε μπορεί να
συναχθεί ότι, ο χρωματισμός επιτρέπεται σύμφωνα με το στοιχείο δ) της
παραγράφου 2 του άρθρου 5, όπου προβλέπεται ότι τα αλκοολούχα ποτά των
κατηγοριών 15 έως 46 του παραρτήματος ΙΙ είναι δυνατό να περιέχουν χρωστικές ουσίες σύμφωνα με τα
οριζόμενα στο παράρτημα Ι σημείο 10 του εν λόγω κανονισμού.
Στον Πίνακα 2 καταγράφονται οι διατάξεις
του κανονισμού 2019/787, όσον αφορά τον χρωματισμό των αλκοολούχων ποτών ανά
κατηγορία του παραρτήματος Ι.
Σημειώσεις για τον Πίνακα 2:
1) Στις κατηγορίες, στις
οποίες δεν επιτρέπεται ο χρωματισμός , καταχωρείται η φράση «Όχι».
2) Στις κατηγορίες, στις
οποίες δεν υπάρχει ρητή αναφορά στον χρωματισμό καταχωρείται η ένδειξη «-».
Συνάγεται ότι στις κατηγορίες αυτές επιτρέπεται ο χρωματισμός σύμφωνα με τις
διατάξεις του στοιχείου δ) των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 7 του κανονισμού
2019/787.
3. Ερωτηματικά για τη χρήση των χρωστικών στα
αλκοολούχα ποτά
Η χρήση χρωστικών ως προσθέτων στα τρόφιμα
είναι ένα ζήτημα που απασχολεί διαχρονικά ευαισθητοποιημένα τμήματα της
κοινωνίας, διότι δεν συμβάλλει στην συντήρηση του τροφίμου ή στην βελτίωση των
οργανοληπτικών ιδιοτήτων, ενώ ταυτοχρόνως ενδέχεται να επιβαρύνει την υγεία του
καταναλωτή. Ο μόνος λόγος για τη χρήση τους αφορά την σχέση της εικόνας με την ελκυστικότητα του προϊόντος,
ένας λόγος που εγείρει δικαιολογημένα πολλές επιφυλάξεις.
Οι
επιφυλάξεις αυτές δυναμώνουν περαιτέρω, όταν πρόκειται για τα αλκοολούχα ποτά,
στα οποία δεν είναι υποχρεωτική η αναγραφή του καταλόγου συστατικών, επομένως ο
καταναλωτής δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τις χρωστικές που έχουν ενδεχομένως
χρησιμοποιηθή για τον χρωματισμό του προϊόντος.
Ίσως θα
έπρεπε να εξετασθεί από τις αρμόδιες Αρχές της Ένωσης, ο περαιτέρω περιορισμός
της χρήσης των χρωστικών στα τρόφιμα εν γένει και εν προκειμένω στα αλκοολούχα
ποτά, ώστε τα χρώματα των αλκοολούχων ποτών να προέρχονται αποκλειστικώς από
τις πρώτες ύλες και την παραγωγική διαδικασία.
Δεν
αμφισβητείται ο γενικός κανόνας «De gustibus et coloribus non disputandum», ωστόσο, όπως κάθε κανόνας, έχει και αυτός τις
εξαιρέσεις του και μάλιστα πολύ σημαντικές, όταν πρόκειται για την υγεία του ανθρώπου.
Αλεξάνδρα Σκορδάκη
Χημικός του Γενικού Χημείου του Κράτους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου