Η
προχθεσινή ενημέρωση σχετικώς με το μείζον ζήτημα της αξιολόγησης ήταν χρήσιμη,
πλην όμως σύντομη και χωρίς να
επιτρέψει συζήτηση επι της ουσίας, όχι μόνον λόγω της στενότητας χρόνου
εκτιμώ, αλλά και επειδή τώρα τέθηκε το ζήτημα σε δημόσια
συζήτηση και οι περισσότεροι συνάδελφοι δεν είχαν ίσως προλάβει να
ενημερωθούν επαρκώς.
Ως προς
αυτά λοιπόν επιβεβαιώθηκαν νομίζω οι αρχικές μου ανησυχίες για την ημέρα και
ώρα που επελέγη και τις οποίες εγγράφως είχα εκφράσει (μειλ μου 03.04.2017 ώρα
09:52).
Δεν το
αναφέρω αυτό ως κριτική προς τους συναδέλφους του ΔΣ, οι οποίοι προσπάθησαν
νομίζω να συγκεράσουν πολλά πράγματα μαζί (την παρουσία συναδέλφων της
επαρχίας, την τέλεση ΔΣ και την ενημέρωση), ούτως ή άλλως δύσκολο να συντονίσεις
τόσες ενέργειες ταυτόγχρονα.
Για αυτό και η
δική μου θέση είναι ότι καλώς έγινε ενημέρωση παρουσία των
συναδέλφων της επαρχίας (έστω εκείνη την ώρα, αφού δεν κατέστη δυνατόν
νωρίτερα), αλλά πρότεινα και ενημέρωση – συζήτηση σε καταλληλότερη
ημερομηνία και ώρα και ακολούθως Γενική Συνέλευση. Αυτό προτείνω εκ νέου. Η
αρχή όμως ενός διαλόγου έγινε και αυτό μετράει.
Στην ουσία
του θέματος θα τοποθετηθώ εγγράφως (αλλά και προφορικώς σε ΓΣ
που εικάζω θα γίνει αμέσως μετά την περίοδο των αδειών του Πάσχα).
Θα αναμένω
λίγο πρώτα να τοποθετηθούν, εγγράφως ελπίζω, πέραν της ΑΔΕΔΥ και της
ΟΣΥΟ και
ο Σύλλογος του ΓΧΚ και οι δραστηριοποιούμενες στο ΓΧΚ συνδικαλιστικές παρατάξεις,
διότι θεωρώ το ζήτημα άκρως σημαντικό για να μείνουμε μόνο σε λόγια. Ως
γνωστόν, τα γραπτά μένουν. Και το ζήτημα είναι τέτοιας βαρύτητας ώστε να
απαιτούνται ξεκάθαρες, δημόσιες θέσεις από όλους.
Σε αυτό το
σημείο μπορώ όμως να βάλω ένα κατά την γνώμη μου πλαίσιο συζήτησης, να αναφερθώ
σε κάποιες βασικές αρχές διαλόγου και δράσης.
1.
Το προλαμβάνειν είναι προτιμότερο του θεραπεύειν.
Γιατί
συζητάμε τώρα συνάδελφοι όταν ο εν λόγω νόμος έχει ψηφιστεί από τον Φλεβάρη
του 2016; Ή ακόμα καλύτερα, γιατί δεν συζητούσαμε πριν ψηφιστεί;
Προσωπικώς, δεν θυμάμαι κάποια σχετική συζήτηση, Γενική Συνέλευση ή έστω
ανακοίνωση της ΟΣΥΟ, του Συλλόγου του ΓΧΚ ή έστω παρατάξεων του ΓΧΚ. Αν δεν
ενθυμούμαι καλώς, παρακαλώ βοηθήστε με με συγκεκριμένα στοιχεία και αγνοήστε
την εν λόγω παρατήρηση. Η αρχή ως αρχή όμως ισχύει.
2.
Η ισχύς εν τη ενώσει.
Οι πολλοί
έχουν συνήθως περισσότερη δύναμη από τους λίγους. Θα πρέπει λοιπόν σε κάθε θέση
που διατυπώνουμε να εξετάζουμε και αυτήν την παράμετρο, αν δηλαδή με αυτό που
ζητάμε φαινόμαστε να λειτουργούμε συντεχνιακά ή να διαχωριζόμαστε από άλλους.
Για παράδειγμα, πώς αντιλαμβανόμαστε την θέση μας στο σημερινό Δημόσιο; Είμαστε
μόνο ΓΧΚ, είμαστε μόνο ΑΑΔΕ, είμαστε στενό δημόσιο ή κάτι άλλο;
Η αρχή
αυτή συνδέεται άμεσα (και αποσαφηνίζεται) από την αμέσως κάτωθι σοφή παροιμία.
3.
Δεν μπορείς να έχεις και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο
χορτάτο.
Παράδειγμα.
Αν οι υπάλληλοι της ΑΑΔΕ αξιολογούνται με έναν τρόπο, μπορεί να μην
αξιολογείται το ΓΧΚ με τον ίδιο τρόπο; Με όποιες διαφοροποιήσεις τεχνικής φύσης
εννοείται, ελπίζω μιας και οι περισσότεροι έχουν διδακτορικά (εγώ πάλι δεν έχω)
να μην χρειάζεται να αναφερόμαστε στα αυτονόητα και να καταλαβαινόμαστε.
Αν όλοι οι
υπάλληλοι του Δημοσίου αξιολογούνται με έναν τρόπο, μπορούμε εμείς να
αξιολογούμαστε με κάποιον άλλον, αλλά συγχρόνως να ανήκουμε και στο υπόλοιπο
Δημόσιο;
Με άλλα
λόγια, δεν μπορείς νομίζω να είσαι με κάποιους εκεί που θεωρείς ότι σε
συμφέρει αλλά όχι εκεί που θεωρείς ότι θίγεσαι.
Παρατήρηση:
Εδώ θα
πρέπει νομίζω κάποια στιγμή (κατόπιν
εορτής πάλι) να αναλογιστούμε όλοι μας το εξής. Γίνεται να έχουμε άλλο
μισθολόγιο, άλλο βαθμολόγιο, άλλο σύστημα αξιολόγησης, άλλο σύστημα
στοχοθεσίας, άλλο σύστημα επιλογής Προϊσταμένων και να θεωρούμε κατά τα
λοιπά ότι ανήκουμε στον στενό Δημόσιο τομέα; Είναι ίσως βολικό, είναι όμως και αληθές;
Ή καλύτερα, θα είναι αληθές και του χρόνου; Ή σε 2 χρόνια;
4.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι υπηρετούν τον πολίτη.
Θα πρέπει
νομίζω σε ό,τι προτείνουμε – διεκδικούμε – αντιτασσόμαστε να λαμβάνουμε και την
αυτονόητη
αυτή αρχή υπόψη μας, την οποία δυστυχώς, ενίοτε, φαίνεται κάποιοι να
ξεχνούν. Και πριν βιαστεί κάποιος να με ψέξει για αυτό που λέω, ας αναρωτηθεί
μόνον το εξής. Ποια η γνώμη φίλων και γνωστών του, ποια η γνώμη του μέσου
πολίτη που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα (ή είναι άνεργος) για τον μέσο δημόσιο υπάλληλο. Και ας
μην μείνουμε στην βολική δικαιολογία της «Καθημερινής» και του «ΣΚΑΪ»,
γιατί η όποια προπαγάνδα χρειάζεται και έδαφος για να «πιάσει».
Και δυστυχώς δεν είναι μόνον αυτοί που λοιδορούν το Δημόσιο αλλά τουλάχιστον
και τα 3/5 του πολιτικού φάσματος της χώρας. Και αυτά τα 3/5 αντιπροσωπεύουν
και τα 3/5 των πολιτών (ως φαίνεται από τα εκλογικά αποτελέσματα). Ο λαός
άλλωστε λέει, όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά. Μόνο τα ΜΜΕ έχουν λοιπόν
κατορθώσει να στρέψουν την κοινωνία τόσο εναντίον μας ώστε η συντριπτική μάζα
των ιδιωτών «να ζητά την κεφαλή μας επί πίνακει, να ζητά αίμα»;
5.
Δεν είναι σοφό να δίνεις μια χαμένη μάχη. Επελεξε ποια
μάχη θα δώσεις.
Πρέπει
πρωτίστως να ξεκαθαρίσουμε, καταρχήν στους εαυτούς μας, τι ζητάμε, ποια
μάχη θέλουμε να δώσουμε. Θέλουμε πχ να μην υπάρχει αξιολόγηση δομών ή
υπαλλήλων; Ή και τα δύο;
Αλλά μήπως
αυτή είναι μία χαμένη μάχη; Υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι ένα αίτημα
ΜΗ αξιολόγησης θα βρει τον οποιονδήποτε σύμμαχο;
Αλλά ας
πούμε ότι δεχόμαστε κατά βάση την αρχή ότι όλοι μας κρινόμαστε, όλοι μας
αξιολογούμαστε.
Θέλουμε πχ
να υφίσταται αξιολόγηση αλλά να εξαιρεθούμε εμείς; Θέλουμε κάποια αξιολόγηση
για τους άλλους αλλά διαφορετική για εμάς; Δεν θέλουμε την συγκεκριμένη
αξιολόγηση; Ή θέλουμε να βελτιωθούν κάποια σημεία της; Ή θέλουμε να μείνουμε
στο (μάλλον μοναδικό και ελληνικό) φαινόμενο της μέχρι πρότινος αξιολόγησης;
Δεν είναι το ίδιο πράγμα όλα αυτά και πρέπει
νομίζω κάποια στιγμή να συμφωνήσουμε πολύ συγκεκριμένα στο
τι θέλουμε.
6.
Ο αρνητισμός παράγει άρνηση.
Έχει
αποδειχθεί (ψυχολογικά, επικοινωνιακά κλπ)
ότι ο αρνητισμός, η σκέτη άρνηση δηλαδή, παράγει επίσης άρνηση. Ένα συνολικό
ΟΧΙ, μπορεί να είναι καλό ως σύνθημα (χρήσιμο
και αυτό ενίοτε) αλλά σπάνια παράγει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε επίπεδο
τεχνοκρατικών συζητήσεων, διαβουλεύσεων με την εξουσία κλπ.
Η απέναντι
πλευρά, η Κυβέρνηση πχ στο θέμα που μας αφορά (ας ξεχάσουμε προς στιγμήν τους
δανειστές), είναι συνήθως και η ισχυρότερη (όπως οι ενώσεις των εργοδοτών είναι ισχυρότερες από τα συνδικάτα και η
Κυβέρνηση ισχυρότερη και των δύο).
Μοναδική
λοιπόν ελπίδα σε μία τέτοια διαπραγμάτευση (πριν
την μετωπική ρήξη, η οποία ενίοτε μπορεί να χρειαστεί, αλλά πρέπει να μπορείς
και να την υποστηρίξεις, αλλιώς μην πας καθόλου) είναι να διαθέτεις λογικές,
άριστα τεκμηριωμένες, συγκεκριμένες προτάσεις, από τις
οποίες θα κερδίζεις πράγματα αλλά ταυτόχρονα δεν θα διακυβεύονται και οι
βασικοί στόχοι του συνομιλητή σου. Διότι προφανώς, αν θιγούν βασικοί στόχοι της
μίας έστω πλευράς, οδηγούμαστε σε σύγκρουση.
Δεν
χρειάζεται ελπίζω να διευκρινήσω πάλι ότι δεν μιλώ για ακραίες καταστάσεις, αν
πχ ο στόχος μίας αξιολόγησης είναι οι απολύσεις, εκεί αναπόφευκτα θίγεις τον
στόχο, αλλά εκεί δεν νομίζω ότι μιλάμε καν για διαπραγμάτευση!
Ή μιλάμε
για διαπραγμάτευση του τύπου «το πρόβατο συζητά ισότιμα με τον λύκο» (συχνό πάντως
φαινόμενο τα τελευταία 30 χρόνια, όπου πρόβατα και λύκοι έχουν κατά παράδοξο
τρόπο ανατρέψει την φυσική τάξη των πραγμάτων και διαλέγονται ειρηνικά ως
ισότιμοι εταίροι!).
Ας έχουμε
λοιπόν και προτάσεις πριν την
ρήξη ή κατά τη διάρκεια της ρήξης (γιατί
η διαπραγμάτευση ποτέ δεν σταματά, όπως ο πόλεμος είναι η συνέχιση της
διπλωματίας με άλλα μέσα, κατά την γνωστή ρήση του Κλαούζεβιτς).
Τέλος, δύο
σύντομες παρατηρήσεις.
Πρώτον
Στην
διάρκεια της ημίωρης συζήτησης στις 05.04.2017 για την αξιολόγηση αναδείχθηκαν
και πολλά
άλλα σοβαρότατα ζητήματα και το κυριότερο, η
σύνδεση όλων αυτών των ζητημάτων!
Και μένω
μόνο στα στενά επαγγελματικά – υπηρεσιακά ζητήματα και όχι σε γενικότερα ζητήματα που
ακροθιγώς ίσως αναφέρθηκαν αλλά μας αφορούν εξίσου άμεσα και είναι εξίσου
σημαντικά, αν όχι σημαντικότερα! Όπως πχ το ασφαλιστικό, το μισθολογικό,
ζητήματα υγείας κλπ.
Έγινε όμως
ελπίζω αρκετά σαφές ότι συζητώντας πχ για την αξιολόγηση των υπαλλήλων, αναπόφευκτα
συζητάς και για το μισθολόγιο, το βαθμολόγιο, την στοχοθεσία, την αξιολόγηση
δομών.
Γιατί όμως όλα αυτά συνάδελφοι δεν συζητιούνται εδώ και
κάμποσα χρόνια; Πρώτη φορά τα ακούμε; Γιατί εγώ θυμάμαι τα ζητήματα αυτά να
ανοίγουν όχι μόνο 6-7 χρόνια πριν, με τα μνημόνια, αλλά και πριν τα
μνημόνια!
Γιατί
συνάδελφοι ενώ θα ήταν μάλλον λογικό να γίνονται συνεχείς Συνελεύσεις και
δημόσιες ανοικτές διαδικασίες (καθόσον οι εξελίξεις τρέχουν), γιατί ενώ θα έπρεπε
ως Σύλλογος, ως ΟΣΥΟ, ως ΑΔΕΔΥ να έχουμε ήδη συγκεκριμένες θέσεις και
προτάσεις, ζητούμενο ακόμα είναι η ενημέρωση ή η διαμόρφωση θέσεων στο και 5;
Μήπως
είναι ώρα να ανοίξει επιτέλους ένας δημόσιος διάλογος (η τεχνολογία ευτυχώς σε αυτό τουλάχιστον
είναι αρρωγός) για ζητήματα όπως το μισθολόγιο, το βαθμολόγιο, η αξιολόγηση
δομών και υπαλλήλων, η επιλογή προϊσταμένων, η στοχοθεσία, τα περιγράμματα
θέσεων εργασίας, το καθεστώς των νεοπροσλαμβανόμενων συναδέλφων αλλά
και ευρύτερα ζητήματα όπως πχ το ασφαλιστικό ή το συνταξιοδοτικό;
Δεύτερον
Προσωπικώς,
δηλώνω
εκ των προτέρων και εγγράφως (όπως βλέπετε) ότι θα σεβαστώ την απόφαση της
πλειοψηφίας της Γενικής Συνέλευσης του Συλλόγου, η οποία είναι και το ανώτατο
όργανό του.
Ο σεβασμός
της αρχής της πλειοψηφίας όμως θα πρέπει να είναι σεβαστός από όλους τους
συναδέλφους. Διότι συχνά δυστυχώς
παρατηρούμε φαινόμενα “free riders”, ατόμων δηλαδή που μπορεί άλλα να ψηφίζουν και άλλα να
πράττουν, «αγωνιστών» εκ του ασφαλούς δηλαδή, οι οποιοι θα ωφεληθούν μεν από
τις όποιες θετικές εξελίξεις ενός αγώνα, αλλά θα είναι συγχρόνως καλυμένοι από
τυχόν «δυσάρεστα».
Θα σεβαστώ
λοιπόν την απόφαση της πλειοψηφίας, όποια και αν είναι αυτή, αλλά μόνον
εφόσον την σεβαστούν ΟΛΟΙ!
Και μιας
και ειπώθηκε στην συζήτηση περί αξιολόγησης ότι πρώτοι οι κρίνοντες
(δηλαδή οι προϊστάμενοι) πρέπει να κριθούν (και δεν ακούστηκε κάποια διαφωνία σε αυτό
– η ηγεσία άλλωστε έχει και μεγαλύτερες ευθύνες αφού έχει και περισσότερα
προνόμια) θεωρώ αυτονόητο ότι πρώτοι οι κρίνοντες θα λάβουν ξεκάθαρη θέση
ως προς την απεργία.
Διότι το
επιχείρημα της ΑΔΕΔΥ ότι οι κρίνοντες δεν
μπορούν να κρίνουν προτού κριθούν οι ίδιοι (παρότι ο Ιησούς είπε, «μην
κρίνετε ίνα μην κριθήτε») υπό την έννοια ότι σε μία ιεραρχική δομή
όπως το Δημόσιο είναι ορθολογικό ο νόμος
να εφαρμόζεται από την κορυφή προς τη βάση (από τους εμπνευστές του πρωτίστως
θα προσέθετα), ακριβώς για να δίνεται και το αντίστοιχο παράδειγμα, να δίνεται
δηλαδή το μήνυμα ότι συμβαδίζουν τα έργα με τα λόγια, μόνο σε αυτήν την βάση
αποκτά λογική.
Έτσι ερμηνεύω
το επιχείρημα της ΑΔΕΔΥ, άλλως, θα δυσκολευόμουν να βρω
δικαιολογητική βάση, μιας και κάθε άλλη «ανάγνωση» θα οδηγούσε σε
αντεπιχειρήματα πχ του τύπου, «η Διοίκηση κρίνει πώς και πότε θα εφαρμοστεί ο
νόμος» ή του τύπου, «άλλο θέμα η αξιολόγηση των υπαλλήλων, άλλο των δομών και
άλλο η επιλογή προϊσταμένων»! Και πολλά άλλα ενδεχομένως.
Θεωρώ
λοιπόν συνάδελφοι το θέμα τόσο σοβαρό ώστε όλοι μας, διοικούντες και
διοικούμενοι, οφείλουμε να δεσμευτούμε ξεκάθαρα ως προς τις προθέσεις μας και
τις αποφάσεις που θα ληφθούν. ΑΝ τα πράγματα αφεθούν, όπως συνήθως, στην τύχη τους και
στην προσωπική ευχέρεια του καθενός, δεν θεωρώ ότι με δεσμεύει οποιαδήποτε
απόφαση.
ΥΓ. Γιατί προτάθηκε όσοι
απεργήσουν να συμπληρώσουν το όνομά τους στο έντυπο; Ποιο το νόημα; Δεν θα
μπορούσαν να είναι και ανώνυμα;
Συναδελφικά,
Ν.
Μαμουζέλος
Υ.Γ. Οι σκέψεις αυτές είναι προσωπικές και δεν με ενδιαφέρει να ταυτιστώ με καμία
παράταξη κλπ
Η αξιολόγηση των μελών μιας επιχείρησης κανονικά συνδέεται άμεσα με τους στόχους της επιχείρησης. Στην περίπτωσή μας, ένας από τους στόχους της επιχείρησης που λέγεται Δημόσια Διοίκηση, θα έπρεπε να είναι η συμβολή στην ανάπτυξη της χώρας, γιατί το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια παράγει πολύ λιγότερο απ' ό,τι καταναλώνει. Η διαφορά καλύπτεται συνήθως με δάνεια, αλλά κάποτε έρχεται η στιγμή που οι δανειστές ζητάνε τα λεφτά τους. Ακόμη και εάν δεν πληρώσεις το δάνειο, δεν μπορείς να συνεχίσεις το ίδιο επίπεδο κατανάλωσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ διογκωμένη Δημόσια Διοίκηση είναι ένα από τα πεδία αυξημένης κατανάλωσης, χωρίς συνήθως να παράγει τίποτε σπουδαίο για την παραγωγική δύναμη της χώρας. Αντιθέτως, παράγει γραφειοκρατία, τόσο πιο πολλή, όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος της. Η γραφειοκρατία με τη σειρά της σύντομα αποδεικνύεται ένα από τα βασικά εμπόδια, ίσως το βασικότερο, της ανάπτυξης. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης, δηλαδή, η παραγωγή της αντιαναπτυξιακής γραφειοκρατίας.
Η Δημόσια Διοίκηση, λοιπόν, είναι πολύ μεγάλη σε όγκο και πολύ μικρή σε θετικό αποτέλεσμα. (Όσον αφορά την ανακοίνωση της ΑΔΕΔΥ σχετικά με το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων στις διάφορες χώρες και στην Ελλάδα, είναι άστοχη η βάση σύγκρισης. Η πραγματική βάση θα ήταν πόσο κοστίζει η σύγκριση του κόστους της Δημόσιας Διοίκησης σε σχέση με το παραγόμενο προϊόν κάθε χώρας, και όταν λέμε παραγόμενο προϊόν, εννοούμε την πραγματική οικονομία, και όχι τον κοπανιστό αέρα).
Συνεπώς, κάθε προσπάθεια ανάτασης της χώρας πρέπει να περιλαμβάνει την μείωση του κόστους του Δημοσίου και την αύξηση της παραγωγικής του συμβολής. Σ' αυτό θα έπρεπε να αποσκοπεί και η αξιολόγηση των μελών της Δημόσιας Διοίκησης.
Ωστόσο, εδώ αναφύονται πολλά αντικρουόμενα συμφέροντα, μεταξύ των οποίων το πιο σημαντικό ίσως είναι ο πελατειακός χαρακτήρας της Δημόσιας Διοίκησης, τον οποίο υπάρχουν πολλές κυρίαρχες ομάδες που θέλουν να διατηρηθεί, όπως οι πολιτικές ηγεσίες, τα κατεστημένα επιχειρηματικά συμφέροντα κ.λ.π. Αυτές οι κυρίαρχες ομάδες χρησιμοποιούν την αξιολόγηση για την διατήρηση και περαιτέρω προώθηση των πελατειακών συμφερόντων, δηλαδή στην πράξη προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση απ' αυτή που χρειάζεται η χώρα στο σύνολό της. Ήδη, εδώ και αρκετό καιρό, φαίνεται πως αυτοί που προωθούνται στις θέσεις της ιεραρχίας έχουν ως βασικό προσόν να παρουσιάζουν το γύψο για μάρμαρο, ενώ αντιθέτως είναι ανίκανοι για άμεσες, ρεαλιστικές και αναπτυξιακές δράσεις.
Μέσα σ' αυτήν την τραγική αντίφαση, η χώρα πορεύεται σταθερά στην οδό της οικονομικής (και όχι μόνον) υποβάθμισης, απλώς γίνεται προσπάθεια η υποβάθμιση αυτή να είναι σταδιακή, ώστε να μη λάβει την μορφή της χρεωκοπίας, αφ' ενός για λόγους προφανείς (των οποίων η έκθεση υπερβαίνει τα όρια αυτού του σχολίου) και γιατί αφ' ετέρου υπάρχει η ελπίδα (η οποία πεθαίνει πάντοτε τελευταία) ότι στην διάρκεια αυτής της πορείας μπορεί να γίνει κάποιο θαύμα και να συμβεί η πραγματική αναστροφή της πτώσεως.
Γι' αυτό δεν χρειάζεται πολλή στενοχώρια και προβληματισμός για την προτεινόμενη αξιολόγηση, υπάρχουν πολύ σοβαρότερα θέματα να μας προβληματίσουν.
Παρακαλώ, στην τρίτη παράγραφο, στην τρίτη σειρά η φράση "πόσο κοστίζει" να αγνοηθεί, μπήκε από σφάλμα.
ΑπάντησηΔιαγραφή