(Η πηγή της δύναμης ενός συλλογικού
οργάνου είναι τα ίδια του τα μέλη. Τα μέλη που πλουτίζουν το συλλογικό αυτό
όργανο με τη ενεργό συμμετοχή τους στις διαδικασίες, καταθέτουν τις απόψεις
τους και οι απόψεις αυτές αποτελούν αντικείμενο δημόσιου διαλόγου με
χαρακτηριστικά σεβασμού και εκτίμησης. Δυστυχώς, οι φωνές των συναδέλφων που
ακούγονται στο δημόσιο διάλογο είναι πολύ λίγες και ακόμη χειρότερα και αυτές
οι λίγες φωνές αντιμετωπίζονται κατά κανόνα ως πηγή ενόχλησης).
Οι άξονες που πρέπει να κινηθούμε ως χώρα, ως Υπηρεσία, ως σύλλογος, μπορούν
να συνοψισθούν σε ορισμένους βασικούς άξονες, όπως :
-Μεταρρύθμιση του θεσμικού και διοικητικού πλαισίου με στόχο την μείωση της γραφειοκρατίας, την
αύξηση της αποτελεσματικότητας, τη συμβολή στην ανάπτυξη.
-Αντικειμενικότητα στις υπηρεσιακές διαδικασίες.
-Ενδυνάμωση των δημοκρατικών διαδικασιών στη λειτουργία των
συνδιακαλιστικών οργάνων.
Θα αναρωτηθεί κάποιος, υπάρχει
κανένας που να μη συμφωνεί στα αυτονόητα; Οι δηλώσεις όλων των εμπλεκομένων
είτε παρατάξεων είτε κυβερνήσεων είτε διοικήσεων έχουν έλθει ποτέ σε αντίθεση
με τα παραπάνω;
Εξάλλου, έχουν γίνει ποτέ
ανακοινώσεις και προγράμματα που να θέτουν ως στόχους την αύξηση της
γραφειοκρατίας, την προώθηση των πελατειακών σχέσεων εις βάρος της
αντικειμενικότητας τόσο στην Υπηρεσία όσο και στο συνδικαλιστικό κίνημα;
Αντιθέτως, οι δηλώσεις από όλες τις πλευρές επικαλούνται με τόση ομοιότητα τόσο
καθολικά αποδεκτές απόψεις, που αναρωτιέται κανείς με ποιά κριτήρια να επιλέξει
έναν από όλους, γιατί μέχρι σήμερα μόνο σε ένα συνδυασμό μπορεί να ρίχνει τη
ψήφο του.
Πώς γίνεται, λοιπόν, όλων οι
δηλώσεις (εδώ και πολύ καιρό, ίσως και ανέκαθεν) να κινούνται προς τη σωστή
κατεύθυνση, αλλά οι πρακτικές προς την ακριβώς αντίθετη;
Πώς γίνεται να ακούμε διαρκώς για
μείωση της γραφειοκρατίας, απλούστευση των διαδικασιών, να καταγράφονται αυτά
και σε επίσημα θεσμικά κείμενα, αλλά στην πράξη όχι απλώς να μην απλοποιείται
τίποτε, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι να προστίθεται περισσότερη γραφειοκρατία και
εμείς να μην τολμάμε ούτε να εκφράσουμε αντίρρηση;
Πώς γίνεται να καταγράφεται παντού
η ανάγκη για αξιοκρατία στις κρίσεις των δημοσίων υπαλλήλων και την ίδια ώρα να
βλέπουμε να καταπατείται κάθε έννοια τουλάχιστον αντικειμενικότητας (γιατί η
αξιοκρατία έχει καταντήσει ουτοπία) ;
Πώς γίνεται να κατατίθενται
εκκλήσεις για συμμετοχή όλων των υπαλλήλων στις συλλογικές διαδικασίες, όταν
όλο το σκηνικό έχει διαμορφωθή κατά τρόπον, ώστε να αποτελεί αντικείμενο μιας
διακομματικής συνδικαλιστικής ‘ελίτ’, η οποία έχει μάθει να χειρίζεται το όλο
θέμα με τρόπο που να αποκλείει στην πράξη την διεύρυνση του συνδικαλιστικού
κύκλου (και ίσως αυτό είναι το μόνο που έχει μάθει να κάνει τόσο
αποτελεσματικά);
Είναι υποκρισία συνειδητή που
επιβάλλει να λέμε και να ακούμε τα αυτονόητα, τα αρεστά στους πολλούς, ενώ όλοι
γνωρίζουμε πως στην πράξη θα αναιρεθούν ;
Είναι αφελής ρομαντισμός που
ξεκινάει με αγαθές προθέσεις, αλλά στην πορεία των εξελίξεων διαπιστώνει ότι
χρειάζονται ρεαλιστικότερες προσεγγίσεις;
Ή μήπως είναι η πεποίθηση ότι οι
αξίες πρέπει να εφαρμόζονται γενικώς, αλλά, όταν πρόκειται για μας, να γίνεται
εξαίρεση;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα
αποτελεί μάλλον αντικείμενο φιλοσοφικών συζητήσεων και σίγουρα εκφεύγει των
δυνατοτήτων μας. Εκείνο, όμως, που αποτελεί δικό μας καθήκον είναι να θέσουμε
όλα τα παραπάνω ερωτήματα πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μας, να δούμε εάν εμείς στην
καθημερινή μας πράξη προσπαθούμε να εφαρμόσουμε τις αρχές της απλούστευσης, της
αποτελεσματικότητας, της εξυπηρέτησης του πολίτη, της δημοκρατίας, του σεβασμού
στον διπλανό μας.
Και όταν έρχεται η ώρα της εκλογής
των εκπροσώπων μας σε όλα τα επίπεδα (και στο Σύλλογό μας εν προκειμένω) να
επιλέξουμε με αυτά τα κριτήρια. Από την
εμπειρία μας, άλλωστε, έχουμε συμπεράνει ότι δεν είναι ασφαλή κριτήρια ούτε οι
παραταξιακοί διαχωρισμοί ούτε οι δηλώσεις ούτε οι θέσεις ούτε οι υποσχέσεις. Το
μόνο αξιόπιστο κριτήριο είναι το ήθος των ανθρώπων, η ειλικρίνεια, η
εντιμότητα, η καθημερινή και διαχρονική
λειτουργία τους στο πλαίσιο της Υπηρεσίας. Και από την άποψη αυτή είναι
ευτύχημα το μικρό μέγεθος του Γενικού Χημείου του Κράτους που μας επιτρέπει «να
γνωριζόμαστε μεταξύ μας».
Πριν από λίγο καιρό (παραμονές των εθνικών εκλογών) διάβασα ένα άρθρο (του Χατζηνικολάου νομίζω) με τίτλο "Ποιούς να μην ψηφίσουμε". Έτσι κι εγώ θα ήθελα να πω, συμπληρωματικά σε αυτά που γράφει η πολυγραφότατη και συνήθως "up to the point" (που λένε και στο χωριό μου) κα Σκορδάκη, ότι είναι καιρός να δούμε πρώτα ποιους ψηφίζαμε και ποιους ΔΕΝ πρέπει να ψηφίσουμε. Κι επειδή όπως είπε και η κα Σκορδάκη γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας (ή αν θέλουμε μπορούμε και να μάθουμε και να ξέρουμε και να μην έχουμε καμιά δικαιολογία) ας ΜΗΝ ξανα - ψηφίσουμε όλους αυτούς που χρησιμοποιούν την εκπροσώπηση στα συλλογικά όργανα για προσωπική τους προβολή, για προώθηση των δικών τους θέσεων, επιδιώξεων και στόχων, που αγνοούν τις διαδικασίες, τις ανάγκες και τις λειτουργίες (και, και, και) ακόμη και της υπηρεσίας που εργάζονται, πόσο μάλλον του συνόλου του Γ.Χ.Κ. Ας ΜΗΝ ψηφίσουμε ανθρώπους που μοναδικό τους έργο στο Γ.Χ.Κ είναι η κακώς εννοούμενη "συνδικαλιστική" τους δράση και η εξυπηρέτηση (ρουσφέτι το λένε στο πολύγλωσσο χωριό μου) φίλων και γνωστών (ανεξαρτήτως ικανότητας) με μόνο σκοπό να δημιουργήσουν "εξαργυρώσιμες υποχρεώσεις". Ας ΜΗΝ ψηφίσουμε τέλος ανθρώπους που δεν έχουν όραμα για το Γ.Χ.Κ., διάθεση και τρόπο να αγωνιστούν για να το πραγματοποιήσουν παρά μόνο έχουν λόγο και συμπεριφορά ακατάληπτη, πολιτικάντικη και παραπειστική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπιφυλάσσομαι να επανέλθω.
P.E.N