Αγαπητοί συνάδελφοι,
Θα μου επιτρέψετε να επανέλθω στο θέμα και με
την αφορμή του σχολίου, με το οποίο με τίμησε ο συνάδελφος Παύλος
Βλάχος.
Η επιλογή των ιθυνόντων και ως προς τα πρόσωπα
και ως προς τον τρόπο είναι καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργία οποιασδήποτε
επιχείρησης, ιδιωτικής ή δημόσιας. Γι’ αυτό, όταν συζητάμε για την αναβάθμιση
των Υπηρεσιών, το θέμα αυτό κατέχει πρωτεύουσα θέση. Δεν είναι τυχαίο που ένας
συνάδελφος έλεγε κάποτε, πως αν θέλεις να λειτουργήσει καλά η Υπηρεσία, βάλε
προϊστάμενο αυτόν που θα έβαζες, αν το μαγαζί ήταν δικό σου.
Επειδή, ωστόσο, το μαγαζί αυτό δεν είναι
κανενός, αλλά του ελληνικού Δημοσίου, τα κριτήρια είναι δυστοχώς διαφορετικά.
Παλιότερα και για σειρά ετών το κριτήριο ήταν η αρχαιότητα (εκτός των
περιπτώσεων των αντιφρονούντων, που παρέμεναν χρόνια στάσιμοι, και στη χούντα
μπορεί και να απολύονταν). Με τον εκδημοκρατισμό των δομών του Κράτους
επιχειρήθηκε η κατάργηση της αρχαιότητας και η θεσμοθέτηση μιας κρίσης αξίας που
την αναλάμβαναν τα υπηρεσιακά Συμβούλια.
Αλοίμονο, όμως, πολύ σύντομα, διαμορφώθηκε ένα
ευνοιοκρατικό σύστημα (με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις). Το μαγαζί λοιπόν που
λέγεται Δημόσιο, σχεδόν κανείς δεν το ένιωθε δικό του ως προς τις υποχρεώσεις,
ενώ σχεδόν όλοι το ένιωθαν δικό τους ως προς τα δικαιώματα. Άρχισαν να
προωθούνται τα άτομα που κατείχαν τις ιδιότητες που απαιτούνται για μια τέτοια
περίπτωση, δηλαδή, υπέρμετρη φιλοδοξία, η οποία αντιστάθμιζε μια ελλειματική
αξία. Τα άτομα αυτά για να πετύχουν το στόχο τους δέχονταν να υπηρετήσουν την
βασική αξία που ήταν η καλλιέργεια πάσης φύσεως διαπροσωπικών σχέσεων (φιλικών,
πολιτικών κ.ο.κ.). Άρα έπρεπε:
- να είναι αρεστοί σ’ αυτούς που κατείχαν
εξουσία
- να μην αναλαμβάνουν ευθύνες , γιατί αυτό
συνεπάγεται κινδύνους
- να πετάνε το μπαλάκι σε άλλους και δή
υποψήφιους ανταγωνιστές, ώστε να τους υπονομεύουν
- να προβάλλουν το αναντικατάστατο του προσώπου
τους
- να αναπτύσσουν τη γραφειοκρατία, την οποία
μόνον αυτοί κατέχουν σε βάθος, αφού αυτοί τη δημιούργησαν
- να διαμορφώνουν κανόνες πολύπλοκους, ώστε να
είναι απαραίτητοι για την ερμηνεία και εφαρμογή τους
και λοιπές τακτικές που είναι σε όλους γνωστές
μας.
Οι άξιοι συνάδελφοι που διέθεταν αξιοπρέπεια,
την οποία δεν ήσαν διατεθειμένοι να θυσιάσουν στο βωμό της καρέκλας, έμεναν στο
περιθώριο της εξουσίας, ενίοτε και σε κατάσταση απομόνωσης και
απαξίωσης.
Αυτά φυσικά είναι γενικά χαρακτηριστικά της
γραφειοκρατίας, στο Ελληνικό Δημόσιο, όμως, έφτασαν στα ανώτατα όριά τους, για
λόγους που εκφεύγουν του παρόντος.
Ο συνδικαλισμός έπαιξε τον πλέον καταλυτικό
ρόλο. Αντί να λειτουργήσει ως αντίπαλο δέος προς τη Διοίκηση, λειτούργησε, ως
το βασικό όχημα για την επιλογή της διοικητικής ελίτ. Οι συνδικαλιστές οι ίδιοι
σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εξασφάλιζαν τη ταχύτερη αναρρίχηση, όταν
κυβερνούσαν οι ομοϊδεάτες τους και την μικρότερη υποβάθμιση όταν αυτό άλλαζε.
Γύρω από αυτούς, διαμορφωνόταν ένας κύκλος φίλων, όχι απαραιτήτως κομματικών
συνοδοιπόρων, οι οποίοι μέσω του πελατειακού συστήματος, εξασφάλιζαν την εύνοιά
τους, αλλά και τις ψήφους τους στα υπηρεσιακά Συμβούλια, των οποίων τα μέλη
σχεδόν ταυτίζονταν με τους συνδικαλιστές.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η
κατάσταση αυτή έγινε πλέον η κυρίαρχη, τουλάχιστον μέσα στο
Γ.Χ.Κ.
Οι συνέπειες είναι ήδη αισθητές, εδώ και χρόνια
στη λειτουργία του Γ.Χ.Κ. Αναποτελεσματικότητα, ευθυνοφοβία, φοβικότητα,
αδιαφορία για τον πολίτη, εσωστρέφεια, αλαζονικότητα, διακριτικότητα
μεταχείρισης συναδέλφων, ταύτιση της θέσης με το προσωπικό status.
Στις τελευταίες κρίσεις επικράτησε μεγαλύτερη
αντικειμενικότητα, λόγω του συστήματος των μορίων. Και αυτή όμως ήταν βαθιά
υπονομευμένη, διότι οι ήδη υπηρετήσαντες προϊστάμενοι είχαν πλεονέκτημα έναντι
των υπολοίπων, πλεονέκτημα που δεν το είχαν αποκτήσει
αντικειμενικά.
Και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Επίκειται η
συρρίκνωση των διοικητικών μονάδων του Γ.Χ.Κ. σε πανελλαδικό επίπεδο. Αυτή η
προοπτική αποτέλεσε την καλύτερη ευκαιρία, ώστε όλο αυτό το σύστημα που
περιγράφω παραπάνω να εκφραστεί στον απόλυτο βαθμό. Τέτοια αναταραχή, τέτοια
κινητικότητα για να μη χαθούν οι καρέκλες δύσκολα τη φανταζόταν κανείς. (Τό
θέμα των μετακινήσεων σε άλλη πόλη, θα το θίξω παρακάτω).
Το μόνο που απασχολεί το σύνολο σχεδόν των
προϊσταμένων είναι να διατηρήσουν την καρέκλα τους, δεν σκέφτονται τίποτε άλλο.
Οι απόψεις που εκφράζουν, οι ενέργειες που κάνουν, οι «συμμαχίες» που χτίζουν,
κινούνται αποκλειστικά σχεδόν σ’ αυτήν την κατεύθυνση : ο καθένας για την
πάρτη του. (Υπηρετώντας αυτήν την κατεύθυνση άλλωστε, βρίσκονται στη
θέση τους). Ακόμη και η επίκληση του καλού της Υπηρεσίας δεν είναι παρά ένα
πρόσχημα, εξάλλου στο βάθος της σκέψης τους οι διάφορες διοικητικές δομές
υπάρχουν βασικά για να τους εξυπηρετούν. Η κατάσταση είναι τόσο απογοητευτική
που προκαλεί συμπτώματα ναυτίας.
Όμως, τα πράγματα στη χώρα είναι πολύ δύσκολα.
Όποιοι ενδιαφέρονται πραγματικά για το καλό του Γ.Χ.Κ. και συνακόλουθα για το
καλό των υπαλλήλων της, πρέπει να υψωθούν πάνω από το προσωπικό μικροσυμφέρον
και να δράσουν ακόμη και σε αντίθεση με αυτό. Αν λοιπόν δεν πρυτανεύσει η
αντικειμενικότητα στις κρίσεις προϊσταμένων του Γ.Χ.Κ., αυτό θα έχει
καταστρεπτική επίδραση στο Γ.Χ.Κ. για δύο βασικούς λόγους:
-Τα άτομα που θα επιλεγούν στις θέσεις ευθύνης
θα είναι ανίκανα να χειριστούν τη δύσκολη αυτή εποχή, όπου απαιτούνται προσόντα
εντελώς αντίθετα με αυτά, χάρη στα οποία επελέγησαν.
-Υπάρχει ήδη μια αρνητική προδιάθεση στους
συναδέλφους (και σε όλους τους Έλληνες) λόγω των γενικών επιπτώσεων της κρίσης.
Αν προστεθεί και το αίσθημα της αδικίας, η αρνητική αυτή προδιάθεση θα
μετατραπεί σε έμπρακτη αγανάκτηση με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη λειτουργία της
Υπηρεσίας μας.
Ας πάμε τώρα στο θέμα των συγχωνεύσεων των
περιφερειακών Χ.Υ. Είναι προφανές ότι εάν θέλουμε το Γ.Χ.Κ. να έχει πανελλαδική
παρουσία σε ένα βάθος χρόνου πρέπει αφ’ ενός να συγχωνευθούν οι Υπηρεσίες για
να αποκτήσουν το κρίσιμο μέγεθος και αφ’ ετέρου να εκσυγχρονισθεί το θεσμικό
πλαίσιο ελέγχου, ώστε και οι επιχειρήσεις να απαλλαγούν από τις πρόσθετες
επιβαρύνσεις και οι Χημικές Υπηρεσίες να μπορέσουν να λειτουργήσουν
.
Αντί, όμως, να αναπτύσσεται προβληματισμός προς
αυτές τις κατευθύνσεις, ώστε να μας βρούν έτοιμους οι νέες απαιτήσεις, όλη η
ενεργητικότητά μας έχει διοχετευθεί στο ποιές Υπηρεσίες θα μείνουν και ποιές θα
κλείσουν. Βαρύγδουπες δηλώσεις για την αναγκαιότητα των Υπηρεσιών, μεσολαβήσεις
βουλευτών ακόμη και σε επίπεδο Βουλής. Οι Χ.Υ. που θα κλείσουν παλεύουν για να
μην κλείσουν και αυτές που διατηρούνται παλεύουν για τη διατήρησή τους, ζητάνε
υπαλλήλους (με την προϋπόθεση ότι θα έλθουν σε θέση υφισταμένου, αντιθέτως εάν
θα καταλάβουν τις καρέκλες, έστω και τώρα που έγιναν καρεκλίτσες, είναι
ανεπιθύμητοι). Μια κατάσταση «εμφυλιοπολεμική».
Μέσα σ’ όλο αυτό το χάος, υπάρχει μόνο ένας
παράγοντας που πραγματικά άπτεται της ανθρωπιάς. Είναι η περίπτωση που
κλείνοντας μια Χ.Υ., οι υπάλληλοι καλούνται να μετατεθούν σε άλλη πόλη και αυτό
προκαλεί τεράστια προβλήματα στην προσωπική τους ζωή. Καλόν είναι αυτό το
πρόβλημα να ομολογηθεί στην πραγματική του διάσταση και να μην εμπλέκεται με
επίκληση της σπουδαιότητας της Υπηρεσίας και παρομοίων
προσχημάτων.
Βασική προϋπόθεση της ανθρωπιάς είναι η
δικαιοσύνη. Αυτό δεν θα εξαφανίσει τον πόνο, αλλά θα τον μετριάσει σε πιο ανεκτά
επίπεδα. Πρέπει λοιπόν να γίνει συζήτηση σε δίκαιη βάση, και αυτή η συζήτηση να
αρχίσει από τώρα, για να είμαστε προετοιμασμένοι, όταν έλθει η στιγμή, και να μη
χρησιμοποιηθεί η έλλειψη χρόνου ως δικαιολογία για να καταλυθεί κάθε ηθική
αρχή.
Προς τούτο, καταθέτω κάποιες προτάσεις που
μπορούν να συμβάλουν:
1) Να
ζητηθεί μια μεταβατική περίοδος ενός έως τριών ετών κατά περίπτωση,
ώστε:
-να δοθεί χρόνος για την αλλαγή του
θεσμικού πλαισίου, ώστε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες
- κάποιοι συνάδελφοι που είναι κοντά στη
συνταξιοδότηση να μην αναγκαστούν σε μετακίνηση
-να προετοιμασθούν οι καταστάσεις για
τις επικείμενες μεταθέσεις και μετακινήσεις.
2) Να εξετασθεί η δυνατότης μετατάξεων
για εκείνους τους υπαλλήλους που προτιμούν να αλλάξουν υπηρεσία από το να
αλλάξουν κατοικία.
3) Να δοθεί η δυνατότης σε αυτούς τους
υπαλλήλους, που καταργούνται οι Υπηρεσίες τους, να μετατεθούν σε άλλες Υπηρεσίες
και να μη θεωρηθεί αναγκαστική η τοποθέτησή τους στις συγκεκριμένες Υηηρεσίες
που προκύπτουν από τη συγχώνευση.
4) Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες που θα
προκύψουν από τη συγχώνευση πρέπει να στελεχωθούν ικανοποιητικά, ώστε να
λειτουργήσουν με προοπτική τουλάχιστον μιας δεκαετίας. Γι’ αυτό, πρέπει να
γίνουν οι απαιτούμενες μεταθέσεις, κατ’ αρχήν εθελοντικά, και εν συνεχεία, με
βάση νόμιμα και ηθικά κριτήρια, (κοινωνικά, μόρια μεταθέσεων
κ.λ.π.).
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Οι καιροί είναι τόσο δύσκολοι, που θάπρεπε να
δείξουμε όλοι τον καλύτερο εαυτό μας και να μη δράσουμε υπό το κράτος του
πανικού. Δυστυχώς, μέχρι τώρα τα πράγματα συνηγορούν περί του αντιθέτου. Με
ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, αντί να δούμε την κρίση ως ευκαιρία για να
γίνουμε καλύτεροι, γινόμαστε όλο και χειρότεροι. Καταθέτω, λοιπόν, αυτές τις
σκέψεις, χωρίς πολλές ελπίδες, αλλά υπακούοντας σ’ αυτή την εσωτερική φωνή που
σε σπρώχνει να αγωνίζεσαι γι’ αυτά που πιστεύεις, ακόμη και χωρί να προσδοκάς
την επιτυχή έκβαση του αγώνα σου. Τουλάχιστον, διατηρείς τη φρεσκάδα σου, φίλε
Παύλο, και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο κέρδος.
Αλεξάνδρα Σκορδάκη.
Κα Σκορδάκη,
ΑπάντησηΔιαγραφήσυμφωνώ με το κείμενό σας στα περισσότερα από τα σημεία που αναφέρεστε, αλλά σε ότι αφορά τη θέση σας για την ανάπτυξη του ΓΧΚ σε Περιφερειακό επίπεδο διακρίνω την οπτική γωνία του κέντρου. Η σημερινή δύσκολη συγκυρία είναι ευκαιρία να γίνουν τομές και αλλαγές στη δημόσια διοίκηση προς όφελος όλων μας. Όταν όμως ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης όπως αυτό που πρόκειται να υλοποιηθεί βασίζεται σε δύο στοιχεία, πρώτον το ΓΧΚ να παραμείνει στο Υπουργείο Οικονομικών και δεύτερον να μην διασπαστεί, αγνοώντας ότι το ΓΧΚ υποστηρίζει εργαστηριακά αλλά και ελεγκτικά και άλλα Υπουργεία εκτός των Οικονομικών τότε δεν πρόκειται να γίνει αναδιοργάνωση αλλά απλά συρρίκνωση των Υπηρεσιών του.
Οποιοδήποτε σχέδιο αναδιοργάνωσης που στοχεύει σε δημοσιονομικά οφέλη πρέπει να λάβει υπόψη του όχι μόνο λειτουργικά έξοδα αλλά και το δημοσιονομικό κόστος από την πλημμελή εφαρμογή της νομοθεσίας που αναγκαστικά θα επιφέρει η συρρίκνωση των περιφερειακών Χημικών Υπηρεσιών. Επομένως πρώτα αλλάζει η νομοθεσία εκσυγχρονίζοντας τον ελεγκτικό μηχανισμό, δεύτερον μεταβιβάζονται αρμοδιότητες του ΓΧΚ σε άλλα Υπουργεία (διότι μετά τη συρρίκνωσή του το ΓΧΚ δεν θα μπορεί να υποστηρίξει) και μετά γίνονται συγχωνεύσεις. Εαν το ΓΧΚ λειτουργούσε ως ιδιωτική επιχείρηση θα έκανε μια στοιχειώδη οικονομικοτεχνική μελέτη και θα διατηρούσε τις Υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν πανελλαδικά με ελάχιστα λειτουργιά έξοδα και όχι να κλείνει αδιακρίτως Υπηρεσίες που στο κέντρο εμφανίζονται ως περιττές.
Με εκτίμηση
Κατερίνα Παπαδοπούλου