(ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ).
23 Ιουλίου 2019
Πριν λίγες
ημέρες, στις 11 Ιουλίου 2019, εκδόθηκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με
την οποία καταδικάζεται η Ελλάδα για την επιβολή στο τσίπουρο μειωμένου Ειδικού
Φόρου Κατανάλωσης έναντι των άλλων αλκοολούχων ποτών, και συγκεκριμένα αφ’ ενός, μειωμένου κατά 50% Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης
(Ε.Φ.Κ.) στο τσίπουρο/τσικουδιά των εγκεκριμένων αποσταγματοποιών, και αφ’
ετέρου, Ε.Φ.Κ. για το τσίπουρο/τσικουδιά των μικρών αποσταγματοποιών, πολύ
κατώτερου του ορίου του 50%, που μπορεί να δικαιολογηθεί για τους μικρούς
αποσταγματοποιούς.
Με την
απόφαση αυτή ολοκληρώνεται μια υπόθεση, η οποία είχε διαρκέσει αρκετά χρόνια.
Είναι σίγουρα μια δυσάρεστη για την Ελλάδα απόφαση, η καταδίκη της από το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ωστόσο, μπορεί να
αποτελέσει και μια σοβαρή αφορμή για να επανεξετασθεί όλη η κατάσταση σχετικά
με το θεσμικό πλαίσιο του τσίπουρου/τσικουδιάς.
Όποιος
έχει ασχοληθεί με το θέμα αυτό είτε ως παραγωγός είτε ως διακινητής είτε ως
δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τον έλεγχο εφαρμογής της νομοθεσίας, έχει
σίγουρα διαπιστώσει πως το θεσμικό πλαίσιο το σχετικό με το τσίπουρο/τσικουδιά
πάσχει από πολλές πλευρές (για να χρησιμοποιήσουμε την κοινή έκφραση «μπάζει
νερά από παντού»). Ίσως η απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δράσει και ευνοϊκά, αν
συνειδητοποιήσουμε ότι χρειάζεται μια ριζική στροφή, και αποπειραθούμε να
χειριστούμε την όλη υπόθεση προς μια πιο ευέλικτη και ρεαλιστική
κατεύθυνση. Άλλωστε, είναι προφανές ότι
μια τόσο μεγάλη αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος, σαφώς συνεπάγεται ριζική
αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου, το οποίο σε μεγάλο βαθμό σχετιζόταν με το
υπάρχον φορολογικό καθεστώς. Αναλυτικά:
1) Θεσμικό πλαίσιο που διέπει την
παραγωγή του τσίπουρου/τσικουδιάς από τους
«συστηματικούς αποσταγματοποιιούς».
Το πλαίσιο
αυτό διέπεται από εξαιρετική πολυπλοκότητα και αυστηρότητα και προβλέπει, για
κάθε σχεδόν βήμα της παραγωγικής διαδικασίας, την εμπλοκή των Υπηρεσιών με
συνεχείς εγκρίσεις, πρωτόκολλα, δηλώσεις, σφραγίσεις και αποσφραγίσεις,
επιτόπιο έλεγχο από τους αρμόδιους υπαλλήλους. Δεν θα ήταν υπερβολή, εάν λέγαμε
ότι σ’ αυτές τις επιχειρήσεις είναι τόσο μεγάλο το μερίδιο της παρουσίας του
Κράτους που δεν απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως κατά κάποιον τρόπο «συνιδιοκτήτης».
Όλο αυτό
το νομοθετικό πλαίσιο ανεβάζει υπερβολικά το διοικητικό κόστος για την παραγωγή
του τσίπουρου/τσικουδιάς από τις «συστηματικές»
αποσταγματοποιίες. Αν σ’ αυτό προστεθούν τα έξοδα μετακίνησης των υπαλλήλων των
αρμοδίων Αρχών (Χημικών και Τελωνειακών Υπηρεσιών) που βαρύνουν την
αποσταγματοποιία, σε συνδυασμό με την καταβολή εκ μέρους τους της εισφοράς υπέρ
Δικαιωμάτων Εκτέλεσης Χημικών Εργασιών (Δ.Ε.Χ.Ε.) και Δικαιωμάτων Εκτέλεσης
Τελωνειακών Εργασιών (Δ.Ε.Τ.Ε.) που ανέρχονται σε σεβαστά ποσά, γίνεται
αντιληπτό πως η παραγωγή του τσίπουρου/τσικουδιάς
από τις «συστηματικέ» αποσταγματοποιίες τείνει να αποτελέσει έναν ηράκλειο
άθλο.
Ενδεικτικά
αναφέρονται ορισμένες περιπτώσεις:
-Προσφάτως εκδόθηκε εγκύκλιος του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),
η οποία υποχρεώνει τους αποσταγματοποιούς να εκτελωνίζουν (κατά συνέπεια να καταβάλλουν
τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης) όλο το απόσταγμα που περιέχεται στα δοχεία
συλλογής και όχι την ποσότητα που κρίνουν αυτοί, αναλόγως της ζήτησης της
αγοράς και των οικονομικών δυνατοτήτων τους. Εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι το δοχείο
συλλογής, εκ του νόμου, πρέπει να χωράει το απόσταγμα 10 τουλάχιστον ημερών
απόσταξης, αυτό συνεπάγεται ότι οι
αποσταγματοποιίες πρέπει να προκαταβάλλουν ένα πολύ μεγάλο ποσό (αυτές που δεν
είναι φορολογικές αποθήκες, όλον τον Ε.Φ.Κ. που αντιστοιχεί στην παραδιδόμενη
ποσότητα, και αυτές που είναι φορολογικές αποθήκες, την διαφορά του
αντιστοιχούντος Ε.Φ.Κ. έναντι της κατατεθειμένης εγγύησης). Η επιλογή, στην
οποία θα καταφύγουν κάποιες αποσταγματοποιίες είναι ο εκτελωνισμός του
αποστάγματος που συλλέγεται σε κάθε απόσταξη. Η τμηματική αυτή απόσταξη συνεπάγεται
πολλά προβλήματα, όπως η επιμήκυνση της περιόδου απόσταξης, ο κίνδυνος
αλλοίωσης των στεμφύλων, ιδίως με τον ερχομό του καλοκαιριού κ.λ.π.
(Υπενθυμίζεται ότι η ανάλογη ρύθμιση με
εγκύκλιο για τον οίνο υπήρξε η αιτία, για την οποία κηρύχτηκε αντισυνταγματικός,
και ως εκ τούτου καταργήθηκε, ο Ε.Φ.Κ.
για τον οίνο).
Εάν η ως άνω εγκύκλιος εξακολουθεί να εφαρμόζεται και
μετά τον διπλασιασμό του Ε.Φ.Κ., το οικονομικό κόστος θα είναι μη διαχειρίσιμο
για την συντριπτική πλειονότητα των αποσταγματοποιών.
-Στη σχετική εθνική νομοθεσία υπάρχουν πλείστες όσες απαγορεύσεις σχετικά
με τη συστέγαση και συλλειτουργία των παραγωγικών μονάδων που αφορούν τα ποτά
με αλκοόλη. Διαφορετικά καθεστώτα για
κάθε κατηγορία ποτού με αλκοόλη (οινοποιείο, αποσταγματοποιείο, ποτοποιείο,
ζυθοποιείο, εργοστάσιο παραγωγής ποτών από ζύμωση). Ακόμη και στο
αποσταγματοποιείο, υπάρχουν αυστηροί διαχωρισμοί, όσον αφορά τις πρώτες ύλες.
Επίσης, ο αποσταγματοποιός πρέπει να υπαχθεί και στο καθεστώς του ποτοποιού
(άλλη άδεια, άλλες εγκαταστάσεις) προκειμένου να μπορεί να εμφιαλώσει το
τσίπουρο/τσικουδιά που ο ίδιος παράγει. Εναλλακτικώς, εάν διαθέτει εμφιαλωτήριο
οίνων, μπορεί να εμφιαλώσει εκεί το
προϊόν του, αλλά προβλέπεται η έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών
Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τη ρύθμιση των όρων και
προϋποθέσεων για τη η χρήση του εμφιαλωτηρίου
για την εμφιάλωση των κατά τα ανωτέρω αποσταγμάτων (ρύθμιση, η οποία εκκρεμεί
από το 2014, με αποτέλεσμα να αιωρείται ασάφεια σχετικά με το θέμα).
(Ένα ιστορικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση
απαγόρευσης οινοποιείου και ποτοποιείου, με βάση νόμο του 1976, η οποία είχε ως
συνέπεια, εάν ο αποσταγματοποιός συστεγαζόταν με οινοποιείο να μην μπορεί να
γίνει ποτοποιός, ώστε να τυποποιεί το τσίπουρο που παρήγαγε και από την άλλη
πλευρά, εάν ήταν και ποτοποιός, να μην μπορεί να είναι οινοποιός, ώστε να έχει
την πρώτη ύλη για την παραγωγή του τσίπουρου, δηλαδή τα τσίπουρα που μένουν
κατά την οινοποίηση. Η απαγόρευση αυτή ταλαιπώρησε εξαιρετικά παραγωγούς και
δημοσίους υπαλλήλους, μέχρι την κατάργησή της πριν λίγα χρόνια, το 2015, όχι με
ελληνική πρωτοβουλία, αλλά κατόπιν απαίτησης των ξένων.
Το παραπάνω πρόβλημα είναι καθοριστικό για την παραγωγή του τσίπουρου/τσικουδιάς,
δεδομένου ότι έχουν αλλάξει πλέον οι τεχνικές της οινοποίησης και τα στέμφυλα
που μένουν σε ένα σύγχρονο οινοποιείο, που δεν εμπλέκεται στην παραγωγή του
τσίπουρου/τσικουδιάς, έχουν τόσο χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοολούχο υγρό (το
οποίο θα ζυμωθεί και εν συνεχεία θα αποσταχθεί) που καθιστούν την παραγωγή του
τσίπουρου/τσικουδιάς ανεφάρμοστη στην πράξη. Καθίσταται, λοιπόν, σχεδόν αναγκαίο
ο αποσταγματοποιός να διαθέτει δικό του οινοποιείο, ώστε να διαχειρίζεται με
τέτοιον τρόπο την οινοποίηση των σταφυλών που να αφήνει υπόλειμμα στα στέμφυλα,
ικανό για την παραγωγή τσίπουρου/τσικουδιάς).
2) Τσίπουρο/τσικουδιά μικρών
αποσταγματοποιών (διημέρων).
Το
καθεστώς παραγωγής τσίπουρου/τσικουδιάς από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, με
πρώτες ύλες τα στέμφυλα των αμπελοκαλλιεργητών έχει βαθιές ρίζες στη χώρα μας.
Σε γενικές γραμμές επιτρέπει στους αμπελοκαλλιεργητές, κατόπιν ειδικής αδείας
από το Τελωνείο, να παράγουν το τσίπουρο/τσικουδιά από τα σταφύλια της
παραγωγής τους είτε σε δικό τους άμβυκα είτε σε άμβυκα που κατέχει κάποιος
άλλος διήμερος, κατόπιν πάντοτε των σχετικών αδειών.
Σε
σύγκριση με τους «συστηματικούς» αποσταγματοποιούς, το τσίπουρο/τσικουδιά των
διημέρων παράγεται κάτω από πολύ πιο χαλαρές συνθήκες ελέγχου από τις αρμόδιες
Αρχές. Δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν ελεγκτική διαδικασία στο στάδιο της παραγωγής,
σε αντίθεση με το τσίπουρο/τσικουδιά των «συστηματικών» αποσταγματοποιών. Ο
ποιοτικός έλεγχος αφορά μόνον την αγορά, αλλά πολύ αποδυναμωμένος, δεδομένου
ότι το προϊόν αυτό επιβάλλεται από το νόμο να διακινείται χύμα, χωρίς καμία
μορφή τυποποίησης.
Το
καθεστώς των διημέρων παραγωγών τσίπουρου/τσικουδιάς έχει μεγάλη ιστορική
σημασία, γιατί χάρη σ’ αυτό διατηρήθηκε
ζωντανό το τσίπουρο όλα τα χρόνια, κατά τα οποία απαγορευόταν η παραγωγή του
από τους εγκεκριμένους ποτοποιούς. Έτσι,
υπήρχε η βάση, και όταν επετράπη η παραγωγή τσίπουρου απο «κανονικές»
επιχειρήσεις, στην πράξη δεν «γεννήθηκε» ένα νέο, άγνωστο προϊόν, αλλά
συστηματοποιήθηκε η παραγωγή του, ώστε να αρχίσει να εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα
και να καθιερώνεται ως ένα «ελληνικό» προϊόν και με εξαγωγικές δυνατότητες, τις
οποίες φυσικά δεν είχε το τσίπουρο/τσικουδιά των διημέρων.
Συνεπώς,
αποτελεί «εθνικό» καθήκον να μπορέσει να βρεθεί μια σχέση συνεργασίας μεταξύ
των διήμερων και των «συστηματικών» αποσταγματοποιών. Η σύγκρουση των δύο αυτών
καθεστώτων του ιδίου κατ’ ουσίαν προϊόντος, που συχνά παίρνει την μορφή
εμφυλίας διαμάχης, πρέπει να αρθεί και τη θέση της να πάρει μια σχέση αρμονικής
συνύπαρξης και συνεργασίας.
Παραδείγματος
χάριν, θα μπορούσε να επιτραπεί στους διήμερους να πωλούν το προϊόν τους (το
οποίο απαγορεύεται σήμερα) στις «συστηματικές» αποσταγματοποιίες και στις
ποτοποιίες, οι οποίες εν συνεχεία μπορούν να κάνουν σύμμειξη, εμφιάλωση και
διάθεση στον καταναλωτή υπό την ευθύνη τους. Με αυτόν τον τρόπο, ανεβαίνει ο
βαθμός της διασφαλιζόμενης νομιμότητας και όσον αφορά την ποιότητα και όσον
αφορά την οικονομική πλευρά της διακίνησης.
Επίσης,
πρέπει να αντιμετωπισθεί και το θέμα της χύμα διακίνησης του τσίπουρου των
διημέρων, η οποία επιβάλλεται από τη νομοθεσία μεν, δημιουργεί δε τεράστια
προβλήματα, γιατί και η ποιότητα τίθεται σε κίνδυνο και διευκολύνεται η λαθραία
διακίνηση του προϊόντος.
Πρέπει,
οπωσδήποτε, η διαμάχη αυτή να ξεπεραστεί, και να βρεθεί η οδός της συνεργασίας,
με δοκιμές και λάθη στην αρχή, αλλά με μεγάλη πιθανότητα να οδηγηθεί η όλη
κατάσταση σε ένα επίπεδο, τόσο απροσδόκητα ευοίωνο, που θα μας κάνει να
απορούμε για την ένταση και τη διάρκεια αυτής της διαμάχης.
Εξ άλλου, το μείζον πρόβλημα είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του χύμα
τσίπουρου, που διακινείται κυρίως στην περιφέρεια, δεν παράγεται στην Ελλάδα
ούτε από τις συστηματικές αποσταγματοποιίες ούτε από τους διήμερους, αλλά σε
όμορες χώρες, όπως η Αλβανία. Αυτό είναι απαράδεκτο, πάνω απ’ όλα, γιατί καταργεί
την ελληνικότητα του τσίπουρου, η οποία έχει καθιερωθή και σε επίπεδο
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3) Φορολογικό καθεστώς.
Η τεράστια
διαφορά στον Ε.Φ.Κ. μεταξύ ιδίων κατ’ ουσίαν προϊόντων, όπως είναι το
τσίπουρο/τσικουδιά των «συστηματικών» αποσταγματοποιών και των μικρών
(διημέρων) αποτελεί βάση ενός αθέμιτου ανταγωνισμού, ο οποίος γίνεται ακόμη
μεγαλύτερος, εάν ληφθούν υπ’ όψιν, όπως αναλύθηκε παραπάνω, ο υπερβολικά
αυστηρός έλεγχος των «συστηματικών» αποσταγματοποιών σε αντίθεση με τη
χαλαρότητα που διέπει το καθεστώς των διημέρων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα
προβλήματα αυξάνονταν, όσο αυξανόταν και η διαφορά μεταξύ των δύο φορολογικών
καθεστώτων.
Ο αθέμιτος
αυτός ανταγωνισμός συνεχίζεται και στο στάδιο της διακίνησης των προϊόντων,
δεδομένου ότι αυτά, παρά την τεράστια διαφορά του Ε.Φ.Κ., φτάνουν στον τελικό
καταναλωτή σε παρόμοιες τιμές. Συνεπώς, οι εμπορευόμενοι έχουν πολύ μεγαλύτερα
περιθώρια κέρδους από τη διακίνηση του τσίπουρου των διημέρων, ακόμη και όταν
αυτή γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία.
Η ενδελεχής αντιμετώπιση του φορολογικού
ζητήματος θα αποτελέσει αντικείμενο των ειδημόνων, ωστόσο, είναι προφανές ότι
απαιτείται σύγκλιση της φορολογικής επιβάρυνσης σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην αποτελεί
σοβαρό λόγο για την προτίμηση του τσίπουρου των διημέρων σε σχέση με το
τσίπουρο των «συστηματικών» αποσταγματοποιών.
Επίσης,
μπορεί να εξετασθεί το ενδεχόμενο, τον Ε.Φ.Κ. για το τσίπουρο των διημέρων να
υποχρεούται να τον καταβάλλει, όχι ο διήμερος παραγωγός, αλλά αυτός που το
αγοράζει είτε για να το διακινήσει, ως χονδρέμπορος, είτε για να το διαθέσει
άμεσα στον καταναλωτή, ως κατάστημα λιανικής πώλησης ή μονάδα ομαδικής
εστίασης.
4) Προτάσεις-Εκτιμήσεις
-Απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την
παραγωγή τσίπουρου/τσικουδιάς από τις «συστηματικές» αποσταγματοποιίες.
-Κατάργηση της εισφοράς υπέρ Δ.Ε.Χ.Ε. και Δ.Ε.Τ.Ε., η
οποία είχε ανταποδοτικό χαρακτήρα, που έχει εκλείψει πλέον μετά την κατάργηση
των αντίστοιχων επιδομάτων στους εργαζομένους του Γενικού Χημείου του Κράτους και του Τελωνείου.
-Αφαίρεση των εξόδων μετακίνησης των υπαλλήλων από
την εισφορά που καταβάλλουν οι «συστηματικές» αποσταγματοποιίες υπέρ Ειδικού
Ταμείου Ελέγχου Παραγωγής Ποιότητας Αιθυλικής Αλκοόλης (Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α.).
-Εντατικοποίηση του ελέγχου των μικρών αποσταγματοποιών
με αξιοποίηση και των δυνατοτήτων που παρέχει η ηλεκτρονική διακυβέρνηση.
-Ενοποίηση των προδιαγραφών για το τσίπουρο που
παράγεται και στις δύο περιπτώσεις, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά
στον τρόπο, με τον οποίο το αντιμετωπίζει ο καταναλωτής.
-Δυνατότητα πώλησης του τσίπουρου των διημέρων στις
«συστηματικές» αποσταγματοποιίες και ποτοποιίες.
-Επιβολή επισήμανσης στο τσίπουρο διημέρων με την ονομασία «τσίπουρο/τσικουδιά μικρού
αποσταγματοποιού ή διήμερου» και τα στοιχεία του παραγωγού, ώστε να
εξασφαλίζεται η στοιχειωδώς απαιτούμενη ιχνηλασιμότητα του προϊόντος.
-Ρύθμιση του φορολογικού καθεστώτος, ώστε να
εξαλειφθούν ή μειωθούν οι διαφορές μεταξύ των διημέρων και των συστηματικών
αποσταγματοποιών.
-Εντατικοποίηση του ελέγχου στην αγορά και αυστηρή
εφαρμογή της νομοθεσίας, όταν αποδεικνύεται ότι το διακινούμενο ως
τσίπουρο/τσικουδιά προϊόν δεν έχει παραχθεί στην Ελλάδα.
Όλα τα
παραπάνω αποτελούν προτάσεις που απορρέουν από απλές προσωπικές απόψεις με
πλήρη επίγνωση της ταπεινότητάς τους. Η
βασική όμως πρόταση είναι ότι το θέμα του τσίπουρου/τσικουδιάς, μετά και την
απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει το αντικείμενο ενός
ευρύτατου δημοσίου διαλόγου και διαβούλευσης (με όλα τα μέσα). Στον διάλογο
αυτό πρέπει να συμμετέχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, παραγωγοί, έμποροι,
καταναλωτές, ώστε να διαμορφωθεί ένα θεσμικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει στον
βέλτιστο βαθμό την ποιότητα του προϊόντος, την ισορροπημένη προστασία των
συμφερόντων των υγιών επιχειρήσεων και του καταναλωτή και την διασφάλιση των
φορολογικών εσόδων του ελληνικού Κράτους.
Η απόφαση
του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ας μη σημάνει το τέλος του τσίπουρου/τσικουδιάς,
όπως φοβούνται πολλοί και ίσως επιθυμούν κάποιοι. Αντιθέτως, ας αποτελέσει την
αφορμή για την επανεξέταση της πολιτικής της χώρας μας σχετικά με το θέμα, με
στόχο την περαιτέρω ποιοτική αναβάθμιση και ποσοτική αύξηση ενός εθνικού μας
προϊόντος.
Εάν
συζητήσουμε και συναποφασίσουμε με όρους εθνικής συναίνεσης, θα καταφέρουμε να
αποδείξουμε ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής, που καταγράφεται στην απόφαση
του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι η συγκριτική μείωση της πώλησης των εισαγομένων
αλκοολούχων ποτών έναντι των εγχωρίως παραγομένων, μετά το 2010, οφείλεται στην
διαφορά φορολογίας (σχετ. σημείο 35. «Τέλος, η
Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά την άποψή της, η πώληση των εισαγόμενων στην
Ελλάδα αλκοολούχων ποτών έχει μειωθεί από το 2010 σε σύγκριση με την πώληση των
εγχωρίως παραγόμενων, γεγονός που αποδεικνύει το προστατευτικό αποτέλεσμα της
ελληνικής νομοθεσίας περί ειδικών φόρων κατανάλωσης, την οποία αφορά η υπό
κρίση προσφυγή »).
Εάν
καταφέρουμε να κρατήσουμε ζωντανή την παραγωγή του τσίπουρου/τσικουδιάς, μετά
από λίγα χρόνια θα μπορέσουμε να ισχυρισθούμε τεκμηριωμένα ότι στην πραγματικότητα
η στροφή των Ελλήνων προς τα εγχώρια αλκοολούχα ποτά, σαν το
τσίπουρο/τσικουδιά, αποτελεί μέρος μιας γενικότερης στροφής των Ελλήνων στα
εθνικά τους προϊόντα, η οποία, ως υγιής και φυσική αντίδραση, επιταχύνθηκε και
μεγεθύνθηκε με την έναρξη της κρίσης.
Ελπίζουμε
τότε να αντιληφθούν το σφάλμα τους εκείνες οι εισαγωγικές επιχειρήσεις που ένιωσαν ότι απειλούνται από την αύξηση
της κατανάλωσης του τσίπουρου και την απέδωσαν στο «προνομιακό» φορολογικό
καθεστώς, ώστε να προβούν στη σχετική καταγγελία.
Μακάρι να
μπορούσαμε να είχαμε και την ελπίδα ότι κάποτε οι μεγάλες πολυεθνικές
επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να κυριαρχούν στο χώρο των αλκοολούχων
ποτών (με τρόπους «προνομιακούς» που εξανεμίζουν τα υποτιθέμενα προνόμια της μειωμένης φορολογίας
εγχωρίων προϊόντων) θα καταλάβουν ότι πρέπει να σέβονται και τις μικρομεσαίες
ντόπιες επιχειρήσεις που έχουν συγκριτικά πολύ περιορισμένες δυνατότητες
πρόσβασης στην αγορά και να μην προσπαθούν να τις εξαφανίσουν εντελώς.
Μακάρι
επίσης να μπορούσαμε να είχαμε την βεβαιότητα
ότι τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δρουν αμερόληπτα προς πάσαν κατεύθυνση και
δεν καταργούν τα «προνόμια» επιλεκτικώς, όταν αυτά στρέφονται κατά των μεγάλων
πολυεθνικών επιχειρήσεων, αλλά λαμβάνουν υπ’ όψιν τους και τις άνισες συνθήκες
ανταγωνισμού που αντιμετωπίζουν τα εθνικά προϊόντα μιας μικρής χώρας, όπως η
χώρα μας, που στην προσπάθειά της να τα στηρίξει, προέβη στην μειωμένη
φορολογία του τσίπουρου/τσικουδιάς, η οποία αφορούσε μόνο τη χώρα μας.
Την τελική
έκβαση του ζητήματος κανείς δεν μπορεί να προφητέψει, ο χρόνος θα δείξει.
Εμείς, όμως, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες, πρέπει να αγωνιστούμε με όλες μας τις
δυνάμεις, ώστε το τσίπουρο να συνεχίσει να υπάρχει και να ανεβαίνει, ως ένα
εθνικό μας προϊόν.
Αλεξάνδρα Σκορδάκη
Έχοντας παρακολουθήσει για πολύ καιρό την εξέλιξη της υπόθεσης αλλά και την αυστηρότητα του νομικού πλαισίου για τις νόμιμες αποσταγματοποιείες, οφείλω να ομολογήσω ότι βρισκόμαστε σε πολύ δυσχερή θέση, η εξέλιξη της οποίας μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση το τσίπουρο, καθώς θα έχει γίνει πραγματικά ασύμφορη η παραγωγή του, από τις αποσταγματοποιείες αλλά και από τους διήμερους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ εξορθολογισμός του νομικού πλαισίου και η διευκόλυνση της παραγωγής του ελληνικού αυτού προϊόντος είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να αποτρέψει την εξαφάνιση του, κατά την άποψη μου θα μπορούσαμε να εναρμονιστούμε με την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου, αλλά να μειώσουμε τον συντελεστή ΦΠΑ στα ποτά που θα επηρεαστούν, έτσι ώστε να μην αλλάξει δραματικά η τιμή τους στο ράφι. Επίσης η κατάργηση όλων αυτών των περιορισμών στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται αλλά και η διαρκής επιβάρυνση με ΔΕΧΕ, ΔΕΤΕ και λοιπά έξοδα θα μπορούσε να απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος της αύξησης του ΕΦΚ. Θα πρέπει να καταργηθεί ΑΜΕΣΑ η τελευταία εγκύκλιος της ΑΑΔΕ η οποία υποχρεώνει όσους παράγουν τσίπουρο/τσικουδιά να προκαταβάλουν τον ΕΦΚ για το σύνολο της παραγωγής τους, είτε πρόκειται για φορολογικές αποθήκες, είτε όχι, καθώς αυξάνει σε δυσθεώρητα ύψη το κόστος παραγωγής.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συνεννόηση μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, με δημιουργική διάθεση, χωρίς οποιαδήποτε αντιπαλότητα (συντεχνιακή ή κομματική) με απώτερο σκοπό τη διάσωση του τσίπουρου και την εδραίωση του ανάμεσα στα εισαγόμενα ομοειδή προϊόντα.
Μαμμωνάς Σπύρος
Χημικός - Αποσταγματοποιός
Ανακοίνωση της ΚΟΒ Ζίτσας του ΚΚΕ:
ΑπάντησηΔιαγραφή«Οι μικρομεσαίοι καζανάρηδες και αμπελοκαλλιεργητές του Δήμου Ζίτσας, δεν φτάνει που βλέπουν να συρρικνώνεται όλο και πιο πολύ το πενιχρό αγροτικό εισόδημα τους, τώρα βρίσκονται μπροστά σε μια άλλη απόφαση της ΕΕ και συγκεκριμένα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που επιβάλλει με την απειλή προστίμων την αύξηση της φορολογίας του τσίπουρου αντιστοιχίζοντας με τη φορολογία που πληρώνουν οι ποτοβιομήχανοι άλλων αλκοολούχων ποτών, όπως το ουίσκι.
Μια φορολογία που μεταφέρεται στην κατανάλωση και θα οδηγήσει στην εξαφάνιση της παραδοσιακής απόσταξης από τους διήμερους αμβυκούχους και μικροκαλλιεργητές, ενώ θα ευνοήσει τους ποτοβιομήχανους. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά σπρώχνει τους μικρομεσαίους καζανάρηδες και αμπελοκαλλιεργητές στο να κλείσουν τα "καζάνια" για την παραγωγή του παραδοσιακού προϊόντος, του τσίπουρου, που αποτελεί το οικονομικό στήριγμα του αγρότη της περιοχής.
Οι ευθύνες τόσο της σημερινής όσο και των προηγούμενων κυβερνήσεων είναι μεγάλες αφού διαχρονικά διαμορφώνουν και εφαρμόζουν πιστά την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ που στόχο έχει να συγκεντρωθεί η παραγωγή, η εμπορία και της αμπελοκαλλιέργειας σε όλο και λιγότερα χέρια μεγαλοπαραγωγών αλλά και σε μεγαλεμπόρους και βιομηχάνους που έχουν εισβάλει στο χώρο της ποτοποιίας.
Στο πλαίσιο αυτό μόνο ως υποκριτική μπορεί να χαρακτηριστεί η στάση του προέδρου της "ZOINOSWINERY" κ. Βαγγέλη Αργύρη που μέσω των δηλώσεών του φέρεται κατά της συγκεκριμένης απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όταν ως υπουργός Γεωργίας επί ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε πιστά την ΚΑΠ και τώρα τη στηρίζει με όλες του τις δυνάμεις και ενέργειές του.
Όσο για την πρόταση που κάνει και καλεί να κάτσουν "στο ίδιο τραπέζι η ελληνική πολιτεία, οι παραδοσιακοί παραγωγοί αλλά και οι μεταποιητικές μονάδες για να βρεθεί ένα ενιαίο καθεστώς" ουσιαστικά βάζει "τους λύκους μαζί με τα πρόβατα".
Εξάλλου δεν ξεχνάμε ότι σε πρόσφατη ημερίδα που οργάνωσε η Περιφέρεια Ηπείρου, μαζί με το Δήμο Ιωαννιτών και τον ΓΑΣ Ένωση Αγροτών στην οποία συμμετείχε ο κ. Αργύρης, είπε χαρακτηριστικά: "Υπάρχουν εταιρείες κολοσσοί στην περιοχή όπως η Πίνδος και ο Νιτσιάκος, το κτήμα Γκλίβανος και η Ζοινος, η Δωδώνη… που μπορούν να αξιοποιηθούν". Τα συμφέροντα αυτών των εταιρειών στηρίζει ο κ. Αργύρης και όχι των μικρομεσαίων καζανάρηδων και αμπελοκαλλιεργητών του Δήμου Ζίτσας.
Αυτό όμως το παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης είναι εκείνο που έχει οδηγήσει στο μεγάλο κόστος παραγωγής και ταυτόχρονα στις εξευτελιστικές τιμές των αγροτικών προϊόντων με αποτέλεσμα χιλιάδες αγροτικά νοικοκυριά να έχουν ξεκληριστεί. Η "ανάπτυξή τους" τελικά δεν χωράει ούτε τις ανάγκες της μικρομεσαίας αγροτιάς που στενάζει, ούτε των εργαζόμενων για εργασία με ικανοποιητικό μισθό και δικαιώματα, ούτε τις ανάγκες του λαού για φτηνά και ποιοτικά προϊόντα.
Οι μικρομεσαίοι καζανάρηδες και αμπελοκαλλιεργητές του Δήμου Ζίτσας που βλέπουν κάθε μέρα το εισόδημά τους να μειώνεται, να ορθώσουν το ανάστημά τους ενάντια στην πολιτική εξαθλίωσης κυβέρνησης - ΕΕ - ΚΑΠ και να βγάλουν τα αναγκαία συμπεράσματα. Να οργανώσουν την πάλη τους μέσα από τον αμπελουργικό σύλλογο Δήμου Ζίτσας, να συντονίσουν τον αγώνα τους και με άλλους αγροτικούς-αμπελουργικούς συλλόγους διεκδικώντας:
Να μην εφαρμοστεί η απαράδεκτη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Σύνδεση των ενισχύσεων με την παραγωγή.
Κατάργηση όλων των άμεσων και έμμεσων περιορισμών της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής που επιβάλλει η νέα ΚΑΠ 2015-2020 της ΕΕ.
Κατώτερες εγγυημένες τιμές για το σταφύλι, ώστε να καλύπτουν το κόστος παραγωγής για να επιβιώσουν οι μικρομεσαίοι καζανάρηδες-αμπελοκαλλιεργητές και να συνεχίζουν να παράγουν τσίπουρο με υψηλά ποιοτικά στοιχεία και προσιτή για το λαό τιμή».
Είναι θετικό ότι η τοπική οργάνωση ενός κόμματος πήρε θέση για το θέμα αυτό. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά έτσι λειτουργεί η Δημοκρατία.
Διαγραφήθα ήθελα να επισημάνω μόνο τούτο. Εκτός από τους μικρούς αποσταγματοποιούς (τους διήμερους) πλήττονται και οι συστηματικοί αποσταγματοποιοί που λειτουργούν ήδη σε ένα πολύ αυστηρό θεσμικό πλαίσιο και τώρα βλέπουν να διπλασιάζεται ο Ε.Φ.Κ. Γι' αυτό η πρόταση του κ. Αργύρη είναι πολύ θετική, γιατί δεν πρόκειται για λύκους και πρόβατα. Η προσέγγιση δεν πρέπει να στηρίζεται σε "εμφυλιοπολεμική" προσέγγιση, αλλά σε συναινετική, διότι πρόκειται για ένα προϊόν "εθνικού" χαρακτήρα και μπορεί να βρεθεί μια λύση που θα λαμβάνει υπ' όψιν της όλες τις πλευρές, ώστε να συνεχίσει το τσίπουρο την πορεία του.